σφαιρηδόν
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
English (LSJ)
Adv. like a sphere, globe, or ball, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Il.13.204, cf. AP6.45, Arat.531, Herod.Med. ap.Orib.8.7.3, Vett.Val.270.24.
French (Bailly abrégé)
adv.
en forme de sphère ou de balle.
Étymologie: σφαῖρα, -δον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφαιρηδόν [σφαῖρα] adv., als een bal:. ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος δι’ ὁμίλου hij liet het (hoofd) als een bal rollen door de menigte Il. 13.204.
German (Pape)
adv., nach Art einer Kugel, eines Balles; ἧκε δέ μιν (κεφαλήν) σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος, Il. 13.204; Ep.adesp. 131 (VI.45); Arat. 531.
Russian (Dvoretsky)
σφαιρηδόν: adv. наподобие мяча, словно шар Hom., Anth.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σαν σφαίρα («ἧκε δὲ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].
Greek Monotonic
σφαιρηδόν: επίρρ., όμοια με σφαίρα ή σαν μπάλα· ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρηδόν: Ἐπίρρ., δίκην σφαίρας, ἧκε δέ μιν σφαιρηδὸν ἑλιξάμενος Ἰλ. Ν. 204, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 45, κτλ.