σάλαξ
English (LSJ)
[σᾰ], ακος, ὁ, (σαλάσσω)
A miner's sieve or riddle, Thphr. or Arist. (Fr.261) ap.Poll.10.149; σάλαγξ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 859] ὁ, ein Bergmannssieb, Poll. 10, 149.
Greek (Liddell-Scott)
σάλαξ: -ακος, ὁ, (σαλάσσω) κόσκινον τῶν μεταλλουργῶν, Θεόφρ. ἢ Ἀριστ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 149· Ἡσύχ. σάλαγξ.