A to whizz through, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] S.Tr. 568.
διαρροιζέω: διέρχομαι μετὰ συριγμοῦ, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] Σοφ. Τρ. 568.