διαπαρθενεύω

Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

German (Pape)

[Seite 594] entjungfern; Her. 4, 168; Plut. Rom. 74; διαπεπαρθενευμένη, διεπαρθένευσε, διαπεπαρθενευκότα, διεπαρθένευσα Comici bei Poll. 3, 42.

Greek (Liddell-Scott)

διαπαρθενεύω: ἀφαιρῶ τὴν παρθενίαν κόρης, διαφθείρω κόρην, Ἡρόδ. 4. 168, Διοκλ. Ἀδήλ. 3, Ἀντιφ. Γλαυκ. 1, Ἄλεξ. Ἀδήλ. 53· - οὐσιαστ. διαπαρθένευσις, εως, ἡ, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 20· καὶ -ευτής, οῦ, ὁ, Γλωσσ.