διαφθείρω
Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian
English (LSJ)
Afut. διαφθερῶ S.OT438, etc., Ep. διαφθέρσω Il.13.625: pf. διέφθαρκα E.Med.226, Pl.Ap.30d, etc.; also διέφθορα (v. infr. III):—Pass., fut. διαφθᾰρήσομαι Th.4.37; Ion. διαφθερέομαι Hdt.8.108, 9.42: 3pl. plpf. διεφθάρατο Id.8.90:—destroy utterly, πόλιν Il.13.625; ἔργα διαφθείρεσκε Hdt.1.36; make away with, kill, τινά Id.9.88, etc.; destroy, ruin, ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ S.l.c.; τὴν τύχην Id.Ph.1069; διαφθείρω χεῖρα = weaken, slacken one's hand, E.Med.1055; spoil, break, ὑγιῆ λίθον IG7.3073.33 (Lebad., ii B.C.); τὰ θυρώματα διεφθάρθαι IG22.1046.11; διαφθείρω τὴν συνουσίαν = break up the party, Pl.Prt. 338d.
2 in moral sense, corrupt, ruin, γνώμην A.Ag.932; διαφθείρω τοὺς νέους, διαφθείρω τοὺς νεωτέρους, Pl.Ap.30b, 25a; νεανίσκον συνὼν διέφθορεν = corrupted the young man by spending time with him, Eup. 337; esp. corrupt by bribes, Hdt.5.51; ἀργυρίῳ δ. τινά Lys.28.9; διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι D.18.45; διαφθείρω γυναῖκα = seduce a woman, Lys.1.16, etc., cf. E.Ba.318 (Pass.); διαφθείρω τοὺς νόμους falsify, counterfeit the laws, Isoc.18.11; γραμματεῖον Id.17.33 (Pass., ib.24); τὰ ϝεϝ αδηκότα IG9(1).334.37 (Locr., V. B.C.).
3 οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος = having changed nothing of his colour, Pl.Phd.117b.
4 of a woman, to lose by miscarriage or lose by premature birth, ἔμβρυα, βρέφος, Hp.Aph.5.53, Plu.2.242c: abs., miscarry, Hp.Epid.7.73, Is.8.36:—Pass., τῶν διαφθαρεισῶν τὰ ἔμβρυα Hp.Mul.1.72.
5 lose, forget, E.Hipp.389.
6 = διάγω, dub. in Id.Fr.280.
II Pass., to be destroyed, ἐπὶ τοῖς ἱματίοις διαφθαρῆναι to be murdered for the clothes he wore, Antipho 2.2.5; of animals, freq. in Pap., POxy.74.14 (ii A.D.), etc.; esp. to be crippled, be disabled, Hdt.1.34; of ships, ib.166, And.1.142; to be spoilt, γάλα BGU1109.11 (i B.C.), cf. Th.7.84; to be corrupted, αἷμα Gal.15.297, al.; τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος = deaf, Hdt.1.38; τὰ σκέλεα διεφθάρησαν had their legs broken, Id.8.28; διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν S.Tr.1056; τὰ ὄμματα δ. blinded, Pl.R.517a; σὰς φρένας E.Hel.1192; τὸ φρενῶν διαφθαρέν = φρενοβλάβεια, damage of the understanding, madness, folly, Id.Or.297, cf. X.Cyr.4.1.8: abs., διεφθαρμένος = decomposed, of a corpse, Pl.R. 614b.
III pf. διέφθορα intr., to have lost one's wits, διέφθορας Il. 15.128; also in Hp., διεφθορὸς αἷμα = corrupted blood, Mul.2.134; freq. in later Prose, γάλα δ. ἤδη J.AJ5.5.4; τὰ δ. σώματα Plu.2.87c, cf. 128e, Luc.Sol.3, etc.; but,
2 in Trag. and Com. always trans. (cf. Ammon.42, Moer.127), τὰς… ἐλπίδας διέφθορεν S.El.306; τὰς φρένας διέφθορε… μοναρχία E.Hipp.1014; τὸν λόγον διαφθείρω Cratin. 292, cf. Eup. l.c., Pherecr.145.15, Ar.Fr.490, Men.3.
IV aor. διέφθειρα intr., became corrupt, LXX Jd.2.19.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. iter. διαφθείρεσκε Hdt.1.36; fut. ép. διαφθέρσω Il.13.625, jón. διαφθερέω Hdt.5.51, át. διαφθερῶ A.A.932, S.OT 438, en v. med. διαφθερέομαι Hdt.8.108, en v. pas. διαφθαρήσομαι Th.4.37; perf. ép. διέφθορα Il.15.128, át. διέφθαρκα E.Med.226, en v. med. 2a sg. διέφρασαι Ibyc.48; en v. med. plusperf. plu. 3a διεφθάρατο Hdt.8.90]
A tr.
I concr.
1 destruir πόλιν Il.13.625, τὰ τῶν Μυσῶν ἔργα Hdt.1.36, ἥδ' ἡμέρα φύσει σε καὶ διαφθερεῖ ese día será tu nacimiento y tu destrucción S.OT 438, cf. Ar.V.1229, ἐὰν δὲ πολέμιοι ... διαφθείρωσι τὸν καρπόν SEG 21.644.13 (Ática IV a.C.), cf. Plb.5.19.8, τὰς τῶν ὑπεναντίων παρασκευάς Plb.1.48.1, τὰς γονάς Ph.2.306, τὴν γῆν LXX Ie.28.25, Apoc.11.18, cf. Herm.Vis.4.2.3, en v. pas. αἱ νέες Hdt.1.166, 8.90, And.Myst.142, cf. IG 22.1629.749, 1631.143 (ambas IV a.C.), λιμῷ ... ἡ στρατιὴ διαφθερέεται Hdt.8.108, cf. 9.42, αὐτοὺς ὑπὸ τῆς σφετέρας στρατιᾶς Th.l.c., cf. Ph.1.218, abs. LXX 2Re.20.20, Si.47.22
•romper σημαντήριον A.A.610, τινα ὑγιῆ λίθον IG 7.3073.33 (Lebadea II a.C.), τὴν γραφήν Plu.2.183b, en v. pas. ὁ διαφθαρεὶς λίθος IG 7.3073.35 (Lebadea II a.C.), ἐνφανίζει τὰ θυρώματα διεφθάρθαι IG 22.1046.11 (I a.C.)
•fig. matar ἐκείνους Hdt.9.88, τοὺς πλείστους Aen.Tact.4.9, τὸν μὲν Σκόπαν ... φαρμάκῳ Plb.18.54.6
•en v. pas. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις διαφθαρῆναι Antipho 2.2.5
•sacrificar πρ(όβατα) ἓξ POxy.74.14 (II d.C.)
•dilapidar τὰς οὐσίας Plb.6.9.6.
2 alterar, corromper τοὺς μὲν χυμούς Gal.15.297
•devorar, picar, apolillar, Eu.Luc.12.33.
3 perder τὴν ἡμίσειαν τῆς δυνάμεως Plb.3.60.5
•suj. mujer δ. τὰ ἔμβρυα abortar Hp.Aph.5.53, τὰ γεννώμενα διαφθείροντες abortando Vett.Val.74.3, cf. 117.2, τὸ βρέφος Plu.2.242c, οὐκ ἀνδροκοιτήσει οὐδὲ διαφθερεῖ τὸ γάλα PRoss.Georg.18.316, cf. 74 (II d.C.), en v. med.-pas. mism. sent. τῶν διαφθαρεισέων τὰ ἔμβρυα de las que han abortado Hp.Mul.1.72, en v. pas. πλεῖστα διαφθείρεται τῶν κυημάτων Arist.HA 583b13, abs. Hp.Epid.7.73, Aph.5.53, Is.8.36, de perras, X.Cyn.7.2.
II fig.
1 echar a perder, arruinar c. compl. abstr. ἡμῶν ὅπως μὴ τὴν τύχην διαφθερεῖς no sea que eches a perder nuestra suerte S.Ph.1069, πρᾶγμα κάλλιστον Ar.Pax 323, νόστον σόν E.Hel.884, ἄελπτον πρᾶγμα ... ψυχὴν διέφθαρκ' E.Med.226, cf. Hipp.389, Aristid.Quint.2.6, τὴν συνουσίαν Pl.Prt.338d, τὰς τῆς φύσεως ... χάριτας Ph.2.308
•perf. rad. διέφθορα sólo tr. en trag. y com. echar a perder, arruinar τὰς ... ἐλπίδας S.El.306, τὰς φρένας E.Hipp.1014, τὸν λόγον Cratin.323, (μουσικήν) Pherecr.155.15.
2 en sent. moral corromper, pervertir c. compl. ref. a pers. γνώμην μὲν ἴσθι μὴ διαφθεροῦντ' ἐμέ sábete que jamás pervertiré mi juicio, e.e. no lo desvirtuaré A.A.932, cf. Ign.Rom.7.1, διαφθερέει σε ὁ ξεῖνος Hdt.5.51, cf. Lys.28.9, (ὁ προδότης) τὸ δὲ πλῆθος διαφθείρει Gorg.B 11a.17, τοὺς νεωτέρους Pl.Ap.25a, cf. 30b, D.Chr.43.10, τοὺς κριτάς D.21.5, τὴν ἐκείνου ψυχήν Plb.12.12b.2, τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων D.S.16.54, en v. pas. ᾗ διέφθαρται βίος E.Hipp.376, τῶν ... διαφθειρομένων ἐπὶ χρήμασι D.18.45
•tb. en perf. rad. act. corromper τὸν νεανίσκον ... διέφθορε Eup.367, τοῦτον τὸν ἄνδρ' Ar.Fr.506
•corromper, seducir τὴν σὴν γυναῖκα Lys.1.16, cf. 37, 13.68, Plu.Galb.12, τὴν κόρην <ὁ> διεφθορώς Men.Fr.5, en v. pas. E.Ba.318.
3 falsear, falsificar τοὺς νόμους Isoc.18.11, τὸ γραμματεῖον Isoc.17.33, τὰ Ϝεϝαδεϙότα IG 92(1).718.38 (Calión V a.C.), cf. IG 13.21.48 (V a.C.).
4 aflojar, dejar desfallecer χεῖρα δ' οὐ διαφθερῶ no dejaré que mi brazo desfallezca E.Med.1055, οὐδὲν ... διαφθείρας ... τοῦ προσώπου Pl.Phd.117b.
B intr. en v. med.-pas. y perf. rad. act.
I sent. propio
1 de pers. y anim. estar perdido διέφθορας ¡estás perdido!, Il.15.128
•perecer, perderse, destruirse οἱ μὲν εὐθὺς διεφθείροντο Th.7.84, op. σῴζεσθαι Democr.B 252, διαφθαρῆναι πολὺ τοῦ στρατεύματος X.An.4.1.11, λιμῷ διαφθειρόμενοι Eus.HE 10.8.11, cf. PLond.982.7 (IV d.C.), c. ac. de rel. διέφθαρμαι δέμας S.Tr.1056
•romperse οἱ ἵπποι τὰ σκέλεα διεφθάρησαν Hdt.8.28.
2 διαφθείρομαι = estar inutilizado, estar tullido, estar disminuido τῶν οὕτερος μὲν διέφθαρτο, ἦν γὰρ δὴ κωφός Hdt.1.34, cf. 38, c. ac. de rel. διεφθαρμένος ... τὰ ὄμματα = ciego Pl.R.517a
•sentirse mal, sentir dolor διεφθορέναι οἱ τὴν γαστέρα πρὸς τὴν ἀδηφαγίαν ᾐτιᾶτο Hld.2.19.6.
3 corromperse, estar corrompido de cosas νεκροί Pl.R.614b, αἷμα διεφθορός Hp.Mul.2.134, Phryn.131, τὸ σπέρμα διαφθαρέν Thphr.CP 4.4.8, γάλα διεφθορὸς ἤδη I.AI 5.207, τὸ ῥεῦμα ... διαφθαρήσεται Gal.1.280, διεφθορότα σώματα Plu.2.87c, cf. 128d
•echarse a perder, retirarse διὰ τὸ τῆς Καλλιτύχης ἐν ἀσθενείᾳ διατεθείσης διεφθάρθαι τὸ ταύτης γάλα BGU 1109.11, cf. 1110.11 (ambos I a.C.), μὴ ἀνδροκοιτεῖν πρὸς τὸ μὴ διαφθαρῆναι τὸ γάλα SB 7619.18 (I d.C.).
II sent. fig.
1 destruirse, estar perdido διέφθαρτό τε τῷ Κροίσῳ ἡ ἐλπίς la esperanza de Creso quedó destruida Hdt.1.80, ἢν ἁμάρτωσι ... φιλέουσι διαφθείρεσθαι si fallan ... suelen estar perdidos Democr.B 228, μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν E.Or.297, c. ac. de rel. σὰς διέφθαρσαι φρένας E.Hel.1192.
2 en sent. moral echarse a perder, estar corrompido ὑπὸ τῶν ... ἐπιθυμιῶν Isoc.8.104, ὑπὸ τῆς ἄγαν παιδείας διέφθορας estás corrompido por el exceso de cultura Luc.Sol.3, c. ac. de rel. διεφθαρμένοι τὸν νοῦν 1Ep.Ti.6.5
•corromperse, estar lleno de maldad, prevaricar καὶ πάλιν διέφθειραν ὑπὲρ τοὺς πατέρας αὐτῶν y de nuevo prevaricaron por encima de sus padres e.d. más que sus padres LXX Id.2.19, διεφθάρησαν καὶ ἐβδελύχθησαν ἐν ἀνομίαις LXX Ps.52.2.
German (Pape)
[Seite 611] ep. fut. διαφθέρσει Il. 13, 625; perf. διέφθαρκα Eur. Med. 226 Plat. Apol. 33 c u. A.; nach Moeris schlechter als διέφθορα, welches Il. 15, 128 intrans. ist, = verloren sein, μαινόμενε, φρένας ἠλέ, διέφθορας, vgl. Scholl. Nicanor.; vgl. Luc. Nigr. 15 u. s. Lob. Phryn. 160 f; – 1) zu Grunde richten, vernichten; πόλιν, Hom. Iliad. 13, 625; σῦς διαφθείρεσκε τὰ ἔργα, den Acker verwüsten, Her. 1, 36; tödten, 9, 88; διαφθαρέονται, sie werden umkommen, 9, 42; λιμῷ ἡ στρατιὴ διαφθαρέεται 8, 108; νῆες διεφθάρησαν 1, 166; διεφθαρέατο, = διεφθαρμένοι ἦσαν, 8, 90; στρατὸς διέφθαρται Aesch. Pers. 702; Gegensatz von φύω Soph. O. R. 438; ἐλπίδας El. 298; διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν Trach. 1045, u. öfter. So Thuc. u. a. Prosaiker; διεφθαρμένος, verfault, verwes't, Plat. Rep. X, 614 b; – dah. = abortiren, Hippocr.; Is. 8, 36. – 2) verschlimmern, im Gegensatz von βέλτιον ποιεῖν, Plat. Apol. 24 d; von körperlichen Zuständen, τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, taub, Her. 1, 38. vgl. διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. Rep. VII, 517 a; διέφθαρτο, er war verkrüppelt, Her. 1, 34; οὐδὲν τρέσας, οὐδὲ διαφθείρας οὔτε τοῦ χρώματος οὔτε τοῦ προσώπου, ohne sich zu entfärben od. die Miene zu verziehen, Plat. Phaed. 117 b; τοὺς ὀφθαλμούς Xen. An. 4, 5, 12; seltner τῷ σώματι, Luc. D. D. 13, 2; – γυναῖκα δ., neben μοιχεύω, Lys. 13, 66; τὴν κόρην διεφθορώς Men. Adelph. fr. 6; τὸν νεανίσκον συνὼν διέφθορεν Eupol. fr. inc. 51; – auch vom Geist; τὴν γνώμην Aesch. Ag. 1239; τὴν φρόνησιν διαφθαρέντες neben ὑπερήφανοι γενόμενοι Isocr. 12, 196; λύ πῃ σὰς διέφθαρσαι φρένας Eur. Hel. 1208, wie wir: den Verstand nehmen, schwächen; so ὁ νοῦς ὑπ οἴνου Isocr. 1, 32; τὸ διαφθαρὲν φρενῶν, = φρενοβλάβεια, Eur. Or. 297. – Die Gesinnung verderben, verführen, Her. 5, 51; τοὺς νέους Plat. Euthyphr. 2 c u. öfter; bes. = bestechen, καὶ ὠνεῖ σθαί τινα Dem. 9, 45, wie διεφθαρμένος κο ὶ πεπρακὼς ἑαυτόν 19, 13; νομ ῇ χρημάτων τὸν δῆμον Aesch. 2, 76; ἀργυρίῳ Arist. pol. 2. 6, 14; u. ohne Zusatz, Her. 5, 51. – Auch von Sachen, τὸ γραμματεῖον, verfälschen, Isocr. 17, 23; wie νόμους 18, 11.
French (Bailly abrégé)
f. διαφθερῶ, ao. διέφθειρα, pf.1 διέφθαρκα, pf.2 tr. ou intr. διέφθορα;
Pass. ao.2 διεφθάρην, pf. διέφθαρμαι;
A. tr. I. détruire : πόλιν IL une ville ; αἱ νῆες διεφθάρησαν HDT les vaisseaux furent détruits ; δ. τινα faire périr qqn ; διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν = privé de l'ouïe, sourd, HDT, διεφθαρμένος τὰ ὄμματα PLAT = privé de la vue, aveugle ; ou simpl. διέφθαρτο HDT il était atteint d'infirmité (sourd et muet) ; διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν SOPH tout mon corps est détruit ; τὴν φρόνησιν διαφθαρείς ISOCR qui a perdu la raison;
II. mettre à mal, d'où
1 endommager, gâter : γραμματεῖον ISOCR falsifier un écrit ; νόμους ISOCR altérer les lois;
2 corrompre, séduire : γυναῖκα LYS une femme ; au mor. τοὺς νέους PLAT corrompre les jeunes gens ; ἐπὶ χρήμασι DÉM ou simpl. διαφθείρειν τινά corrompre qqn à prix d'argent;
3 perdre par avortement, acc. ; abs. avorter;
B. pf.2 διέφθορα;
• tantôt au sens tr. (seul. us. chez les Att.) : δ. τὰς φρένας EUR faire perdre la raison ; δ. τὰς ἐλπίδας SOPH détruire les espérances;
• tantôt au sens intr. : διέφθορα IL tu es perdu ; διεφθορότα σώματα PLUT corps en putréfaction.
Étymologie: διά, φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
διαφθείρω: (fut. διαφθερῶ, aor. διέφθειρα, pf. 1 διέφθαρκα, pf. 2 διέφθορα; pass.: aor. 2 διεφθάρην, pf. διέφθαρμαι)
1 разрушать (πόλιν Hom.); уничтожать, опустошать (ὑὸς χρῆμα τὰ ἔργα διαφθείρει Her.; ἔλαφος διαφθείρων τὴν νόμην Arst.);
2 убивать, умерщвлять (τινά Her.); pass. погибать (λιμῷ Her.; πᾶς διέφθαρται στρατός Aesch.);
3 разрушать, повреждать, портить (αἱ νῆες διεφθάρησαν Her.); расстраивать (τὴν συνουσίαν Plat.): τῶν οὕτερος διέφθαρτο Her. (у Креза было два сына), из которых один был калекой; διεφθαρμένος τὴν ἀκοήν Her. глухой; διεφθαρμένος τὰ ὄμματα Plat. с испорченным зрением или ослепший; ὑπὸ τῆς νόσου διεφθαρμένος Isocr. надломленный болезнью; διεφθάρθαι φρένας Eur. прийти в уныние; τὴν φρόνησιν διαφθαρείς Isocr. потерявший рассудок;
4 искажать, извращать (νόμους, γραμματεῖον Isocr.);
5 совращать, развращать (γυναῖκα Lys.; κόρην Men.; τοὺς νέους Plat.);
6 (тж. δ. νομῇ χρημάτων Aeschin., ἐπὶ χρήμασι Dem., ἀργυρίῳ и διὰ κέρδος Arst.) подкупать (τινα Her., Dem.);
7 портиться (ὑπὸ εὐτυχίας βεβαίου διεφθορώς Plut.): διέφθορας Hom. ты потерял рассудок; τὰ διεφθορότα σώματα Plut. гниющие тела.
Greek (Liddell-Scott)
διαφθείρω: μέλλ. -φθερῶ, Ἐπ. -φθέρσω, Ἰλ. Ν. 625· πρκμ. διέφθαρκα Εὐρ. Μηδ. 226, κτλ.· ὡσαύτως διέφθορα, ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. - Παθ., μέλλ. διαφθᾰρήσομαι Θουκ. 4. 37, Ἰων. διαφθερέομαι Ἡρόδ. 8. 108., 9. 42· γ΄ πληθ. ὑπερσ. διεφθάρατο ὁ αὐτ. 8. 90. Ἐντελῶς καταστρέφω, πόλιν Ἰλ. Ν. 625· ἔργα Ἡρόδ. 1. 36, καὶ Ἀττ., καταστρέφω, τινὰ αὐτ. 9, 88, κτλ.· καταστρέφω, ἐξολοθρεύω, Σοφ. Ο. Τ. 438, πρβλ. Φ. 1069· δ. χέρα, ἐξασθενῶ τὴν χεῖρά τινος, Εὐρ. Μηδ. 1055· ἀνατρέπω ἅρμα, Λυσ. Ἀποσπ. 2. 5· καθιστῶ πλοῖόν τι ἀνίκανον πρὸς πλοῦν, Ἡρόδ. 1. 166, 167, Ἀνδοκ. 18. 32, κτλ. (πρβλ. καταδύω)· δ. τὴν συνουσίαν, διαλύω τὴν συναναστροφήν, Πλάτ. Πρωτ. 338D· - ἀπολ. = διόλλυμι, ἀντίθ. σῴζω Εὐρ. Ἱππ. 389. 2) ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, διαφθείρω, καταστρέφω, γνώμην τινὸς Αἰσχύλ. Ἀγ. 932· δ. τοὺς νέους, τοὺς νεωτέρους Πλάτ. Ἀπολ. 25Α, 30Β, κτλ.· - ἰδίως διαφθείρω διὰ δώρων, Λατ. corrumpere, Ἡρόδ. 5. 51· ἀργυρίῳ δ. τινὰ Λυσ. 180. 17· ἐπὶ χρήμασι Δημ. 241. 1· - δ. γυναῖκα, ἐξαπατῶ, Λυσ. 93. 16, κτλ.· πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 318· - δ. τοὺς νόμους, πλαστογραφῶ, κιβδηλεύω αὐτούς, Ἰσοκρ. 373Β. 3) οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος Πλάτ. Φαίδωνι 117Β. ΙΙ. Παθ., καταστρέφομαι, ἀποκτείνομαι, ἐξαφανίζομαι, δ. ἐπὶ τοῖς ἱματίοις, φονεύομαι διὰ τὰ ἐνδύματα, ἅτινα φορῶ, Ἀντιφῶν 117. 1· ἰδίως γίνομαι χωλός, ἀνάπηρος, ἀκρωτηριάζομαι, Ἡρόδ. 1. 34, 166, κτλ.· τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, κωφός, ὁ αὐτ. 1. 38· τὰ σκέλεα δ., τὰ σκέλη ἔχοντες τεθραυσμένα, ὁ αὐτ. 8. 28· διέφθαρμαι δέμας τὸ πᾶν Σοφ. Τρ. 1056· τὰ ὄμματα δ., τυφλός, Πλάτ. Πολ. 517Α· τὰς φρένας Εὐρ. Ἑλ. 1192· τὸ φρενῶν διαφθαρὲν = φρενοβλάβεια, Εὐρ. Ὀρ. 297· - ἀπολ., διεφθαρμένος, κατεστραμμένος ὑλικῶς ἢ ἠθικῶς, Πλάτ. Πολ. 614Β. ΙΙΙ. ὁ πρκμ. διέφθορα εἶναι ἀμετάβ. παρ’ Ὁμ., εἶμαι χαμένος (πρβλ. τὸ ἀνωτέρω τελευταῖον χωρίον τοῦ Εὐρ.), διέφθορας Ἰλ. Ο. 128· καὶ οὕτω παρὰ τοῖς μεταγεν. πεζοῖς, ἀλλὰ συνήθως κατὰ μετοχ. (ὡς ἐν τῷ παρέφθορα), διεφθορὸς αἷμα, διεφθαρμένον, μεμολυσμένον, Γαλην.· γάλα δ. ἤδη Ἰώσηπ. Ι. Α. 5. 5, 4· τὰ δ. σώματα Πλούτ. 2. 87C, πρβλ. 128Ε, πρβλ. Λουκ. Σολοικ. 3 (ἴδε πλείονα παρὰ Λοβ. Φρύν. 160)· - ἀλλά, 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. ἀείποτε μεταβ., τὰς… ἐλπίδας διέφθορεν Σοφ. Ἠλ. 306· τὰς φρένας διέφθορε… μοναρχία Εὐρ. Ἱππ. 1013 (ἔνθα ἴδε Valck)· τὸν λόγον δ. Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 156, πρβλ. Φερεκρ. Χειρ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 418, Μένανδ. Ἀδελφ. 6.
English (Autenrieth)
fut. διαφθέρσει, perf. διέφθορας: utterly destroy; perf., intrans., ‘thou art doomed,’ Il. 15.128.
English (Strong)
from διαβάλλω and φθείρω; to rot thoroughly, i.e. (by implication) to ruin (passively, decay utterly, figuratively, pervert): corrupt, destroy, perish.
English (Thayer)
1st aorist διεφθειρα; passive (present διαφθείρομαι); perfect participle διεφθαρμενος; 2nd aorist διεφθαρην; the Sept. very often for שִׁחֵת, occasionally for חִבֵּל; in Greek writings from Homer down;
1. to change for the worse, to corrupt: minds, morals; τήν γῆν, i. e. the men that inhabit the earth, διεφθαρμένοι τόν νοῦν, τήν διάνοιαν, Plato, legg. 10, p. 888a.; τόν γνώμην, Dionysius Halicarnassus Antiquities 5,21; τούς ὀφθαλμούς, Xenophon, an. 4,5, 12).
2. to destroy, ruin, (Latin perdere);
a. to consume, of bodily vigor and strength: ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται (is decaying), to destroy (Latin delere): to kill, διαφθείρειν τούς, etc. Revelation 11:18.
Greek Monolingual
(Α διαφθείρω, Μ και διαφτείρω και διαφτείρνω και διαφτέρνω)
1. (με ηθική ένν.) εξαχρειώνω, βλάπτω, κάνω κάποιον χειρότερο («τα ανήθικα αναγνώσματα διαφθείρουν τα παιδιά»)
2. φθείρω με δώρα, δωροδοκώ κάποιον για να μεροληπτήσει («πολλοὺς Ἀθηναίων ἀργυρίῳ διαφθείρειν», Λυσ.)
3. (για γυναίκες) αποπλανώ, ατιμάζω, διακορεύω, απατώ
«οὐ μόνον τὴν σὴν γυναίκα διέφθαρκεν ἀλλὰ καὶ ἄλλας πολλὰς», Λυσ.)
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) διεφθαρμένος
ο ηθικά ξεπεσμένος, έκφυλος, αισχρός
αρχ.
1. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω
2. (για ανθρ.) σκοτώνω, θανατώνω, σφάζω («ἐκείνους ἀγαγῶν εἰς Κόρινθον διέφθειρε», Ηρόδ.)
3. εξοντώνω, εξολοθρεύω («τῇ δ' ἡμέρᾳ παύσει σφε καὶ διαφθερεῖ», Σοφ. Οιδ. Τύρ.)
4. σπάζω, τσακίζω («ὑγιὴ λίθον διαφθείρω»)
5. (για καταστάσεις) διαλύω, π.χ., συναναστροφή
6. εξασθενώ («χεῖρα δ' οὐ διαφθερῶ», Ευρ. Μήδ.)
7. (για γυναίκα) αποβάλλω, ρίχνω το παιδί («κρύφα τις διαπαρθενευθεῖσα καἰ διαφθαρεῖσα τὸ βρέφος»)
8. ξεχνώ, λησμονώ («οὐκ ἴσθ, ὁποίῳ φαρμάκῳ διαφθερεῖν ἔμελλον», Ευρ., Ιππ.)
9. (παρακμ.) α) (αμτβ.) διέφθορα
είμαι χαμένος, έχω καταστραφεί (συνήθ. σε χρήση ως μτχ. διεφθορώς
χαλασμένος, μολυσμένος, αποσυνθεμένος)
β) στους δόκιμους αττικούς συγγραφείς πάντα μτβ. («τάς... ελπίδας διέφθορεν», Σοφ. Ηλ.)
10. φρ. «διαφθείρω τους νόμους» — διαστρέφω τους νόμους.
Greek Monotonic
διαφθείρω: μέλ. -φθερῶ, Επικ. -φθέρσω, παρακ. -έφθαρκα και διέφθορα — Παθ. μέλ. -φθᾰρήσομαι, Ιων. φθερέομαι, γʹ πληθ. Ιων. υπερσ. διεφθάρατο·
I. 1. καταστρέφω ολοσχερώς, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· αποτελειώνω, σκοτώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ερημώνω, σε Σοφ. κ.λπ.· δ. χεῖρα, αποδυναμώνω, εξασθενώ, κάμπτω, λυγίζω το χέρι κάποιου, σε Ευρ.· θέτω εκτός λειτουργίας, αχρηστεύω ένα πλοίο, σε Ηρόδ.· απόλ., ξεχνώ, ξεμυαλίζω, σε Ευρ.
2. με ηθική σημασία, εξαχρειώνω, διαφθείρω, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· ιδίως, διαφθείρω με δωροδοκίες, σε Ηρόδ., Δημ.· αποπλανώ, σε Λυσ.
3. οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος, έχοντας αλλάξει τίποτα από το χρώμα του, σε Πλάτ.
II. Παθ., καταστρέφομαι, ακρωτηριάζομαι, αχρηστεύομαι, σε Ηρόδ.· τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος, κουφός, στον ίδ.· τὰ σκέλεα δ., με τα πόδια τους σπασμένα, στον ίδ.· τὰ ὄμματα δ., τυφλός, σε Πλάτ.· τὰς φρένας, σε Ευρ.· τὸ φρενῶν διαφθαρέν, απώλεια της νόησης κάποιου, φρενοβλαβής, στον ίδ.
III. παρακ. διέφθορα είναι αμτβ. στον Όμηρ., έχω χάσει το μυαλό μου· αλλά στην Αττ. είναι μτβ., σε Σοφ., Ευρ.
Middle Liddell
fut. -φθερῶ epic -φθέρσω perf. -έφθαρκα and διέφθορα Pass., fut. -φθᾰρήσομαι ionic -φθερέομαι ionic 3rd pl. plup. διεφθάρατο
I. to destroy utterly, Il., Hdt., Attic: to make away with, kill, destroy, ruin, Soph., etc.; δ. χέρα to weaken, slacken one's hand, Eur.: to disable a ship, Hdt.:—absol. to forget, Eur.
2. in moral sense, to corrupt, ruin, Aesch., Plat., etc.:— esp. to corrupt by bribes, Hdt., Dem.: to seduce, Lys.
3. οὐδὲν διαφθείρας τοῦ χρώματος having changed nothing of his colour, Plat.
II. Pass. to be destroyed, crippled, disabled, Hdt.; τὴν ἀκοὴν διεφθαρμένος deaf, Hdt.: τὰ σκέλεα δ. with their legs broken, Hdt.; τὰ ὄμματα δ. blind, Plat.; τὰς φρένας Eur.; τὸ φρενῶν διαφθαρέν loss of one's mind, Eur.
III. perf. διέφθορα is intr. in Hom., to have lost one's wits;— but in Attic trans., Soph., Eur.
Chinese
原文音譯:diafqe⋯rw 笛阿-弗帖羅
詞類次數:動詞(6)
原文字根:經過-敗壞 相當於: (שָׁחַת)
字義溯源:全然敗壞,毀壞,破壞,敗壞,蛀;由(διά)*=通過,全然)與(φθείρω)*=毀壞)組成
同源字:1) (διαφθείρω)全然敗壞 2) (διαφθορά)朽壞 3) (φθείρω)毀壞參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(6);路(1);林後(1);提前(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 你敗壞(1) 啓11:18;
2) 敗壞(1) 啓11:18;
3) 壞了(1) 啓8:9;
4) 敗壞了(1) 提前6:5;
5) 毀壞(1) 林後4:16;
6) 蛀(1) 路12:33
English (Woodhouse)
bribe, corrupt, debauch, destroy, impair, injure, maim, mar, outrage, ravish, ruin, seduce, spoil, sully, ruin one's prospects
Lexicon Thucydideum
perdere, to destroy, lose, 2.69.2, 2.77.5, 3.89.2, 4.114.3, 5.93.1. 5.111.3, 6.6.2. 6.79.2. 8.47.1, 8.91.1,
item likewise 8.93.2 [ubi Vat. where Vatican manuscript φθείρειν].
interimere, occidere, to kill, 1.65.2, 1.105.7. 1.113.2. 1.128.1, 2.2.2, 2.67.4. 3.23.1, 3.32.2, 3.34.3. 3.36.4, 3.39.2. 3.47.3, 3.47.5. 3.49.4. 3.50.1. 3.58.1, 3.59.1, 3.66.2. 3.68.2. 3.74.2. 3.75.4. 3.81.3, 3.90.3. 3.94.1, 3.98.2. 3.112.5. 4.25.9, 4.32.1, 4.48.1. 4.48.14.48.3. 4.110.2. 4.116.1. 4.124.3. 4.127.1. 5.72.3, 5.75.4. 6.52.2, 6.74.1. 7.25.9, 7.30.3, 7.32.2, 7.44.8. 7.52.2. 7.53.1, 8.24.3. 8.50.5, 8.65.2.
frangere, pessumdare, to crush, destroy (navem ship), 1.29.4, 1.54.2, 1.100.1, 1.110.4, 1.117.1, 2.84.3. 2.90.5. 2.92.2. 2.92.5. 7.25.2, 7.31.1,
pervertere, corrumpere, diruere, to overthrow, corrupt, demolish, 1.74.2, 2.79.2, 6.100.1,
PASS. perdi, perire, interire, to be destroyed, perish, die, 1.25.2, 1.74.4. 2.4.4. 2.20.4, 2.49.6, [Ibid. vulgo iterum there commonly again διεφθείροντο pro for ἀπεφθ.] 2.50.1. 2.51.5. 2.51.6, 2.53.3. 2.60.3, 3.57.3, 3.74.2. 3.82.8, 3.83.4. 6.18.7, 6.37.2. 7.84.3, 8.73.4. 8.75.3. 8.91.2.
interimi, occidi, to be killed, 1.100.3, 1.114.1, 2.4.2. 2.5.3. 2.6.3. 2.81.6. 3.7.5, 3.13.1. 3.19.2. 3.49.1, 3.56.6. 3.67.3, 3.98.1. 3.98.4. 3.112.6. 3.112.7, 3.113.5. 4.33.1, 4.36.3. 4.37.1, 4.38.5. 4.40.2, 4.48.3. 4.48.5, 4.57.3, 4.80.4. 4.96.3. 4.102.2. 4.113.2, 4.130.6. 4.130.64.134.2. 5.10.10, 5.51.2. 5.56.4. 5.59.1. 5.73.4. 5.115.1. 6.100.3. 7.4.6, 7.30.2. 7.44.5. 8.25.3. 8.50.5,
profligari, to be routed, be defeated, 1.89.2. 3.108.1, 4.29.4.7.85.1, 7.87.5, 8.1.1,
frangi, pessumire, to be crushed, be ruined (de navibus concerning ships), 2.92.3. 7.23.4. 7.34.5. 7.41.3. 7.71.7. 8.34.1.
corrumpi, vitiari, to be corrupted, be spoiled, 7.84.5.
Translations
destroy
Akkadian: 𒄢; Aklanon: guba'; Albanian: shkatërroj; Arabic: دَمَّرَ; Egyptian Arabic: روح, خرب; Armenian: ոչնչացնել; Azerbaijani: məhv etmək, dağıtmaq; Belarusian: знішчаць, ні́шчыць, зні́шчыць, руйнаваць, зруйнаваць; Breton: freuzañ; Bulgarian: унищожавам, унищожа, разрушавам, разруша; Catalan: destruir; Cebuano: guba; Central Huishui Hmong: kom puas rau; Cherokee: ᎠᏲᏍᏙᏗ; Chinese Mandarin: 銷毀, 销毁, 摧毀, 摧毁, 破壞, 破坏, 毀壞, 毁坏; Choctaw: nasholichi; Czech: ničit, zničit; Danish: ødelægge; Dutch: vernietigen, vernielen, verwoesten, kapot maken, slopen; Esperanto: ekstermi, detrui; Estonian: hävitama; Evenki: эвми; Finnish: tuhota, hävittää; French: détruire; Middle French: gaster, destruire, mehaignier; Old French: gaster, destruire, mehaignier; Friulian: distruzi, distrugi; Galician: destruír; Georgian: განადგურება, მოსპობა, დაქცევა, დანგრევა; German: zerstören, vernichten, kaputtmachen; Gothic: 𐌵𐌹𐍃𐍄𐌾𐌰𐌽; Greek: καταστρέφω; Ancient Greek: ἀπόλλυμι, ὄλλυμι, ἀείρω, ἀϊστόω, πέρθω, πορθέω, ἀναιρέω, ἀναλίσκω, λύω, διαλύω, καταλύω, ὀλέκω, φθείρω, ἀποφθείρω, διαφθείρω, ἐκφθείρω, καταφθείρω, φθίνω, φθίω, καταχράομαι; Hawaiian: luku; Hebrew: הָרַס; Higaonon: naguba; Hindi: नष्ट करना, नाश करना, बर्बाद करना; Hungarian: megsemmisít, pusztít, elpusztít, tönkretesz, szétrombol; Icelandic: eyðileggja, rústa, skemma; Ido: destruktar; Irish: slad; Italian: distruggere, annichilare; Japanese: 破壊する, 壊す, 潰す, 破る; Khmer: កំទេច, បំផ្លាញ; Korean: 파괴하다, 말살하다, 부수다; Kumyk: дагъытмакъ; Kurdish Northern Kurdish: têkşikandin; Lao: ທໍາລາຍ; Latgalian: nycynuot, iznycynuot, propuļdeit; Latin: populor, deleo, aufero, aboleo, abolefacio; Latvian: iznīcināt; Lithuanian: sunaikinti; Livonian: nītsiņtõ; Macedonian: уништува, уништи; Malay: musnah; Manchu: ᡝᡶᡠᠯᡝᠮᠪᡳ; Maori: whakakorekore, hoepapa, whakamōtī, kōpenupenu, whakangawhi, whakangahi, kaiauru, whakahotu, hoepapa, urupatu, whakamōtī, whakapakaru; Mirandese: çtruir, çtroçar; Mongolian Cyrillic: суйтгэх, сүйтгэх; Nanai: хэпули-; Ngazidja Comorian: hwangamiza; Norman: dêtruithe; Norwegian Bokmål: ødelegge; Persian: از بین بردن; Phoenician: 𐤀𐤁𐤃; Polish: niszczyć, zniszczyć, rujnować, zrujnować; Portuguese: destruir, estraçalhar, arruinar, destroçar, detonar; Romanian: distruge, nimici; Russian: уничтожать, уничтожить, разрушать, разрушить; Sanskrit: नाशयति; Scots: cannoch; Scottish Gaelic: dì-làraich; Serbo-Croatian Cyrillic: уништавати, у̀ништити; Roman: uništávati, ùništiti; Slovak: ničiť, zničiť, znehodnotiť; Slovene: uničevati, uničiti; Sotho: a timetse; Spanish: destruir, romper, destrozar; Sumerian: 𒋗𒅆𒌨; Swahili: -haribu; Swedish: förstöra; Tagalog: sirain, wasakin; Tajik: нест кардан; Thai: ทำลาย; Tocharian B: näk-, kärst-; Turkish: yok etmek, mahvetmek; Ugaritic: 𐎕𐎎𐎚; Ukrainian: нищити, знищувати, знищити, руйнувати, зруйнувати, розвалюватити, розвалити; Urdu: برباد کرنا; Uzbek: yoʻq qilmoq, bitirmoq; Vietnamese: huỷ hoại, phá hoại, phá huỷ; Walloon: distrure; Welsh: dinistrio; Yiddish: חרובֿ מאַכן
corrupt
Arabic: أَفْسَدَ; Azerbaijani: pozmaq, korlamaq; Bulgarian: развалям, развращавам; Catalan: corrompre; Czech: zkazit, narušit; Dutch: verderven, verworden; Esperanto: korupti; Finnish: turmella, korruptoida; French: corrompre; Galician: corromper, malvar; German: verderben, korrumpieren; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍅𐌰𐍂𐌳𐌾𐌰𐌽, 𐍂𐌹𐌿𐍂𐌾𐌰𐌽; Greek: διαφθείρω; Ancient Greek: φθείρω; Hebrew: השחית; Irish: truailligh, éilligh; Italian: corrompere; Japanese: 堕落させる; Khmer: ពុករលួយ; Latin: corrumpo, depravo; Maori: whakatautauhea, whakatautauwhea, whakakonuka, kōrapurapu, hāmate; Occitan: corrompre; Portuguese: corromper; Romagnol: adulterêr; Romanian: corupe; Russian: разлагать, развращать, портить; Spanish: corromper; Swedish: fördärva; Turkish: bozmak, bozulmak, yozlaşmak, yozlaştırmak