νυκτουργός
English (LSJ)
όν,
A working by night : τὸ ν. Plu.2.376e.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ διὰ νυκτὸς ἐργαζόμενος, Πλούτ. 2. 376Ε.
όν,
A working by night : τὸ ν. Plu.2.376e.
νυκτουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ διὰ νυκτὸς ἐργαζόμενος, Πλούτ. 2. 376Ε.