ἔργω
εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot
English (LSJ)
Ep. and Ion., and ἐέργω, Ep. for Att. εἴργω (or εἵργω, v. infr.), which occurs once in Hom.,
A τῆλέ με εἴργουσι ψυχαί Il.23.72 (s.v.l.): impf. εἶργον Th.1.106, (ἐξ-) Hdt.5.22: fut. ἔρξω (ξυν-) S.Aj.593, εἴρξω or εἵρξω Id.Ph.1407, E.El.1255, Th.4.9: aor. I ἔρξα Od. 14.411, v.l. for εἷρξα in Hdt.3.136, εἷρξα E.Ba.443, Philipp. ap. D.12.2, etc.: aor. 2 εἴργᾰθον (v. ἐργαθεῖν):—Med. and Pass., pres., Il.17.571, Hdt.5.57, etc.: fut. ἔρξομαι S.OT890 (lyr.), εἴρξομαι X.An.6.6.16, Aeschin.3.122: aor. I ἔρχθην Il.21.282, Hp.Mul.1.4, εἵρχθην Lycurg. 112, D.59.66: pf. ἔργμαι h.Merc.123, Ep. 3pl. ἔρχαται Od.10.283; εἷργμαι Ar.Av.1085, εἶργμαι X.HG5.2.31; Ep. part. ἐεργμένος Il.5.89: plpf., Ep. 3pl. ἔρχατο 17.354, ἐέρχατο Od.10.241. (εἵργω, = shut in, εἴργω, = shut out, acc. to Eust.1387.3; cf. the compounds ἀπείργω, καθείργω, but ἄφ-ερκτος occurs A.Ch.446 (lyr.); the aspirate was always used in Att. acc. to Tz.inAn.Ox.3.352, but v. κατείργω: at Heraclea it occurs in ἀφ-, ἐφ-, and συνηέργω (qq.v.): ϝέργ-, cf. Skt. vrajás 'enclosure', and perhaps Lat. urgeo; ἐ- is prothetic in Ep. ἐ-ϝέργω):—bar one's way either by shutting in or shutting out:
I shut in, shut up, ἐρχθέντ' ἐν ποταμῷ Il.21.282; pen, ἐνὶ Κίρκης ἔρχαται ὥς τε σύες Od.10.283; [ἄρνες] διακεκριμέναι ἕκασται ἔρχατο 9.221; τὰς μὲν ἄρα ἔρξαν κατὰ ἤθεα κοιμηθῆναι 14.411; ὅσσους Ἑλλήσποντος ἐντὸς ἐέργει encloses, Il.2.845 (so ἔνδον εἵρξας Ar.Ach.330); ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε [φάλαγγας] drove them to the ships and shut them up there, Il. 16.395, cf.12.219, Th.1.106; shut up, θανόντων ψυχάς Thgn.710; especially in prison, Hdt.3.136, Philipp. ap. D.12.2, Lycurg.112 (Pass.), D.59.66, etc.; of things, θύραι δόμον ἐντὸς ἔεργον Od.7.88; σύμπαντα ἐντὸς μιᾶς ὁμοιότητος ἕρξας having included.., Pl.Plt. 285b:—Pass., σάκεσσι γὰρ ἔρχατο πάντῃ were fenced in, secured, Il.17.354; γέφυραι ἐεργμέναι well-secured, strong-built, compact, 5.89: Medic., of discharges, to be retained, Hp.Mul.1.4,8; ἐὰν ἡ τοῦ βλεφάρου θρὶξ εἰρχθῇ if the eyelash is caught (in the loop), Paul.Aeg.6.13 (fort. εἰρθῇ, vel ἐρθῇ, cf. ἐρτός).
II shut out, Il.23.72, Th.4.9, etc.; ἀμφὶς ἐέργει Il.13.706 (v. ἀμφίς A.II); κλῄθροις ἂν εἰργοίμεσθα E.Hel.288.
2 c. gen., shut out or keep away from, ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν Il.4.131, cf. Od.12.219; τῶν μὲν πάμπαν ἔεργε..θυμόν Hes.Op.335, cf. Parm.1.33; ἔργειν τινὰ σιτίων Hdt.3.48:—freq. in Pass., μυῖα ἐργομένη χροός Il. 17.571; εἴργεσθαι ἱερῶν, νομίμων, ἀγορᾶς, to be excluded from participation in., Isoc.4.157, Antipho 6.36, Lys.6.24; but εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι short of, excluding death and maiming, Aeschin.1.183: with Preps., ἔ. βέλος ἀπὸ χροός Il.4.130; τινα ἀπὸ τιμῆς Od.11.503; [ἀηδὼν] ἀπὸ χλωρῶν πετάλων ἐργομένα A.Supp.63 (lyr.); ἐκ τῶν Ἑλληνίδων πόλεων X.An.6.6.16, etc.: rarely c. dat. pers., εἴργειν..μητρὶ πολέμιον δόρυ to keep it off from her, A.Th.416:—Med., keep oneself, abstain, withdraw from, c. gen., πόλιος Hdt.4.164; τῶν ἀσέπτων ἔρξεται S.OT890 (lyr.); γελώτων Pl.Lg.732c, etc.; ἔργετο [τοῦ ἄλσεος] he kept away from it, i.e. spared it, Hdt.7.197.
3 hinder, prevent from doing, abs., Thgn.686, Pl.Lg.784c: c. dupl.acc., ἀλλ' ἡμᾶς τοῦτό γε μηδὲν..εἴρξῃ Id.Sph.242a, cf. Ar.V.334 (lyr.):—Pass., οὐδὲν εἴργεται nothing is barred, i.e. all things are permitted, S.Tr.344; εἴργου = stop! cease! Id.OC836.
b c. inf., mostly with μή or μὴ οὐ added, οὐ νὺξ ἔργει μὴ οὐ κατανύσαι Hdt.8.98; εἴργει τόνδε μὴ θνῄσκειν νόμος E.Heracl.963, cf. A.Ag.1027 (lyr.): c. inf. only, κακὸν δὲ ποῖον εἶργε τοῦτ' ἐξειδέναι; S.OT129; εἴρξω πελάζειν Id.Ph.1407 (troch.); οὐδὲν εἴργει..τελειοῦσθαι τάδε Id.Tr.1257: with the Art., εἰργαθεῖν τὸ μὴ οὐχ ἑλεῖν E.Ph.1175; also εἴργ. ὥστε.. or ὥστε μή.., c. inf., X.HG7.2.13, An.3.3.
ἔργω,
A do work, v. ἔρδω.
German (Pape)
[Seite 1022] ep. ἐέργω, ion. = εἴργω (Wurzel Fεργ, s. auch ἔργνυμι), aor. ἔρξα, perf. pass. ἔεργμαι, ἔρχαται, u. plusqpf. ἔρχατο u. ἐέρχατο, – 1) einschließen, einsperren, ἐν, Il. 21, 282 Od. 10, 283; ἐντὸς ἐέργειν, darin umschließen, umfassen, Il. 2, 845. 9, 404; δόμον ἐέργειν, das Haus verschließen, Od. 7, 88; ἔρχατο σάκεσσι, waren mit Schildern eingeschlossen, geschirmt, Il. 17, 354; γέφυραι ἐεργμέναι, geschlossen, festverbunden, 5, 89. – 21 ausschließen, absondern, trennen, fernhalten, Il. 23, 72 Od. 9, 221. 14, 63; von Etwas, τινός, Il. 17, 571; ἐεργόμενοι πολέμοιο, vom Treffen ferngehalten, 13, 525; ἀλλὰ σὺ τῶν μὲν πάμπαν ἔεργ' ἀεσίφρονα μῦθον Hes. O. 335; σιτίων τοὺς παῖδας ἐργόντων τῶν Κορινθίων Her. 3, 48; ἔργετο ἑκὼν τῆς Κυρηναίων πόλιος, hielt sich fern, 4, 164, vgl. 7, 197; ἀπό τινος, Il. 4, 130. 8, 213; ἀπὸ τιμῆς Od. 11, 503; ἔκ τινος, Orph. Arg. 1357. – Med. sich enthalten, τινός, Her. oft; τῶν ἀσέπτων ἔρξεται Soph. O. R. 885. – 31 drängen, zwingen, λαὸν ἐπ' ἀριστερά, linkshin treiben, Il. 12, 219; ἐπὶ νῆας 16, 395; ἐκτὸς ἐέργειν, herausdrängen, Od. 12, 219; ἀμφίς, s. unter diesem Worte. od. eigtl. Fεργω, thun, im praes. ungebräuchlich, s. ἐργάζομαι, u. die anderen tempp. unter ἔρδω.
French (Bailly abrégé)
1ion. c. εἴργω;
ion. c. εἵργω.
2v. ἔρδω.
Russian (Dvoretsky)
ἔργω: (fut. ἔρξω, aor. ἔρξα, pf. 2 ἔοργα, ppf. ἐώργειν) = ἔρδω.
II ион. = εἴργω.
Greek (Liddell-Scott)
ἔργω: ἄχρηστος ῥίζα, ἀνθ’ ἧς ἔρδω, ῥέζω, ἐργάζομαι, εἶναι ἐν χρήσει ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.: περὶ τοῦ μέλλ. ἔρξω, ἀορ. ἔρξα, πρκμ. ἔοργα καὶ ὑπερσ. ἐώργειν ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρδω. (Ἐκ τῆς √ϜΕΡΓ παράγονται ὡσαύτως ἔργον (γραφόμενον ϝάργον ἐν ἀρχαίᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. ΙΙ), ἐργάζομαι, ὄργανον καὶ ἴσως ὄργια· πρβλ. Σανσκριτ. vraǵ-âmi, Γοτθ. vaurk-jan (ἐργάζεσθαι), Παλαιο-Ὑψηλ. - Γερμ. werah (Γερμ. werk, Ἀγγλ. work): - τὸ ἔργον εὕρηται ἄνευ τοῦ δίγαμμα ἐν Ἰλ. Α. 395, Ὕμν. εἰς Δημ. 140, 144).
Ἰων., καὶ ἐέργω Ἐπικ., Ἀττικ. δὲ εἴργω (ἢ εἵργω, ἴδε κατωτ.)· ὁ Ὅμ. ἔχει ἔργω ἢ ἐέργω, κατὰ τὴν ἀνάγκην τοῦ στίχου, ἀλλ’ οὐδέποτε εἴργω, διότι ἐν Ἰλ. Ψ. 72 τῆλέ μ’ ἐέργουσιν εἶναι ἡ πιθ. γραφ. (ὁ Monro διετήρησε τὴν ἀρχαίαν γραφ. τῆλέ μοι εἴργουσι): παρατ. εἶργον (ἐξ-) Ἡρόδ. 5. 22: - μέλλ. ἔρξω (ξυν-) Σοφ. Αἴ. 393, εἴρξω ἢ εἵρξω, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1406, Εὐρ. Ἠλ. 1255, Θουκ., κτλ.: ἀόρ. ἔρξα Ὀδ. Ξ. 411, Ἡρόδ. 3. 136· εἷρξα Εὐρ. Βάκχ. 443: ἀόρ. β΄ εἴργᾰθον (ἴδε ἐργαθεῖν): - Μέσ. καὶ Παθ.: ἐνεστ., Ἰλ. Ρ. 571, Ἡρόδ., κλ.: μέλλ. ἔρξομαι Σοφ. Ο. Τ. 890· εἴρξομαι Ξεν. Ἀν. 6. 6, 16, Αἰσχίν. 71. 2: ἀόρ. ἔρχθην Ἰλ. Φ. 282, Ἱππ. 590. 52, 54· εἵρχθην Λυκοῦργ. 164. 4, Δημ. 1367. 10: πρκμ. ἔργμαι Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 123, Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔρχαται Ὀδ. Κ. 283 εἷργμαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1085, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 31: ἐπικ. μετοχ. ἐεργμένος Ἰλ. Ε.89: ὑπερσ. Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἔρχατο Ρ. 354, ἐέρχατο Ὀδ. Κ. 241. - Δυσκολία τις ὑπάρχει ἐν τῇ χρήσει τῆς δασείας. Ὁ Εὐστ. (1387. 3) λέγει ὅτι παρ’ Ἀττ. τὸ εἵργω ἐσήμαινεν ἐγκλείω, τὸ δὲ εἴργω κωλύω· καὶ ἡ διάκρισις αὕτη μέχρι τινὸς ὑποστηρίζεται ὑπὸ τοῦ τύπου καὶ τῆς χρήσεως τῶν συνθέτων ἀπείργω, καθείργω. Ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀντιγράφοις οὐδεμία τοιαύτη διάκρισις τηρεῖται, καὶ ἀπαντᾷ ὁ τύπος κατείργω ἐπὶ τῆς σημασίας τῆς ἀποδιδομένης εἰς τὸ εἵργω. Ὁ Βεκκῆρος ἐν Θουκ. ἀκολουθεῖ τὸν κανόνα τοῦ Τζέτζου ἐν Κραμήρου Ἀνεκδ. τ. 3. σ. 352, 30, «τὸ εἴργω καὶ ψιλοῦται καὶ δασύνεται, τῶν Ἀττικῶν μὲν αυτὸ δασυνόντων, τῶν δ’ ἄλλων πάντων ψιλούντων»· ἀλλὰ τοῦτο πάλιν δὲν δύναται νὰ συμβιβασθῇ πρὸς τὴν χρῆσιν τοῦ κατείργω παρ’ Ἀττ. συγγραφ. ἀντὶ τοῦ καθείργω. (Ἐκ τῆς √ΕΡΓ παράγονται ὡσαύτως αἱ ἑξῆς λέξεις: εἵργνυμι, εἱργμός, εἱρκτή, Λυκοῦργος· πρβλ Σανσκρ. urig΄, urinaǵ-mi (arxceo), Λατ. urg-eo, Γοτθ. vrik-a (διώκω), Ἀγγλο-Σαξον. wring-an (Ἀγγλ. to wring).) Κωλύω τινά, εἴτε ἐγκλείων αὐτὸν εἴτε ἀποκλείων, κλείω ἐντός, ἐγκλείω, συγκλείω, Λατ. includere, ἐρχθέντ’ ἐν ποταμῷ, «συσχεθέντα» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Φ. 282· ἐνὶ Κίρκης (δώμασιν) ἔρχαται ὥς τε σύες, συγκέκλεινται ὥσπερ χοῖροι, Ὀδ. Κ. 283· μετ’ ἀπαρ., τὰς μὲν ἄρα ἔρξαν… κοιμηθῆναι Ξ. 411· Θρήϊκας... ὅσσους Ἑλλήσποντος… ἐντὸς ἐέργει, περικλείει ἐντός, Ἰλ. Β. 845, κτλ. (οὕτως ἔνδον εἵρξας Ἀριστοφ. Ἀχ. 330)· ἄψ ἐπὶ νῆας ἔεργε φάλαγγας, ὀπίσω ἐπὶ τὰς ναῦς συνήλαυνε καὶ ἔκλειεν αὐτὰς ἐκεῖ, Ἰλ. Π. 395, πρβλ. Μ. 219, Θουκ. 1. 106· καθείργω, κλείω ἐντός, πύλας… αἵτε θανόντων ψυχὰς εἴργουσιν καίπερ ἀναινομένας Θέογν. 710, Ἡρόδ. 3. 136, Δημ. 159. 4, κτλ.: - ἐπὶ πραγμάτων, χρύσειαι δὲ θύραι πυκινὸν δόμον ἐντὸς ἔεργον, «ἔνδον ἑαυτῶν περιέκλειον» (Σχόλ.), Ὀδ. Π. 88· σύμπαντα ἕρξας, ἐγκλείσας…, Πλάτ. Πολιτικ. 285Β: - Παθ., σάκεσσι γὰρ ἔρχατο πάντῃ, «ἀσπίσι γὰρ πεφραγμένοι ἦσαν πανταχόθεν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ρ. 357· γέφυραι ἐεργμέναι, ὡς τὸ ἐζευγμέναι, ἠσφαλισμέναι, ἰσχυρῶς κατεσκευασμέναι, στερεαὶ (ἴδε γέφυρα), Ε. 89. ΙΙ. ἀπείργω, κωλύω, ἀποκλείω, Λατ. excludere, τῆλέ με εἴργουσι ψυχαὶ εἴδωλα καμόντων Ψ. 72 ἐέργουσι Ὀδ. Λ. 503, Θουκ. 4. 9, κτλ.· ἀμφὶς ἐέργειν Ἰλ. Ν. 706 (ἴδε ἀμφὶς ΙΙΙ)· οὕτως, ἐκτὸς ἐέργειν Ὀδ. Μ. 219· κλῄθροις ἂν εἰργοίμεθα Εὐρ. Ἑλ. 288. 2) μετὰ γεν., ἀποσοβῶ, ἀπομακρύνω, κωλύω, ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν Ἰλ. Δ. 131, πρβλ. Ρ. 571· ἀλλὰ σὺ τῶν μὲν πάμπαν ἔεργε θυμὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 333· ἔργειν τινὰ σιτίων Ἡρόδ. 3. 48· ἔργειν ἱερῶν, νομίμων, ἀγορᾶς, κτλ., ὡς τὸ Λατ. interdicere igni κτλ., Ἰσοκρ. 73D, Ἀντιφ. 145. 32, Λυσ. 105. 24· καὶ μετὰ προθ. ἔργ. βέλος ἀπὸ χροὸς Ἰλ. Δ. 130· τινὰ ἀπὸ τιμῆς Ὀδ. Λ. 503· ἀπὸ χώρας Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 63· ἐκ πόλεως Ξεν. Ἀν. 6. 6, 16, κτλ.· σπανίως ὡς τὸ ἀμύνειν, μετὰ δοτ. προσ., εἴργειν... μητρὶ πολέμιον δόρυ, ἀποκρούειν ἀπ’ αὐτῆς, Αἰσχύλ. Θήβ. 416. - Παθ., εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι, ἐκτὸς θανάτου καὶ ἀκρωτηριάσεως (ὡς τὸ πλὴν θανάτου), Αἰσχίν. 26. 16. - Μέσ., ἀπέχομαί τινος, μετὰ γεν., βοῶν Ἡρόδ. 4. 164· τῶν ἀσέπτων Σοφ. Ο. Τ. 890· γέλωτος Πλάτ. κλ.· ἔργετο τοῦ ἄλσους, ἐφείδετο αὐτοῦ, δὲν κατέστρεφεν αὐτό, Ἡρόδ. 7. 197, πρβλ. 4. 164. 3) ἐμποδίζω τινὰ ἀπὸ τοῦ νὰ πράξῃ τι, ἀπόλ., Θέογν. 686: - Παθ., οὐδὲν εἴργεται, τίποτε δὲν ἐμποδίζεται, δηλ. πάντα ἐπιτρέπονται, Σοφ. Τρ. 344· εἴργου, παῦσε, «στάσου», ὁ αὐτ. Ο. Κ. 836. β) μετ’ ἀπαρ., ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ τοῦ μή, οὐ νὺξ ἐέργει μὴ οὐ κατανύσαι Ἡρόδ. 8. 98· εἴργε τόνδε μὴ θανεῖν νόμος Εὐρ. Ἡρακλ. 963, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1027· μόνον μετ’ ἀπαρ., κακὸν δὲ ποῖον... εἶργε τοῦτ’ ἐξειδὲναι Σοφ. Ο. Τ. 129· εἴρξω πελάζειν ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1408· οὐδὲν εἴργει... τελειοῦσθαι τάδε ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1257· μετὰ τοῦ ἄρθρου, εἰργαθεῖν τὸ μὴ οὐχ ἑλεῖν Εὐρ. Φοίν. 1175· ὡσαύτως, εἶργεν ὥστε... ἢ ὥστε μὴ..., μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 13, Ἀν. 3. 3, 16.
English (Autenrieth)
(ϝέργ.), ipf. ἔεργε, ἐέργνῦ, aor. 3 pl. ἔρξαν, pass. perf. ἔεργμαι, 3 pl. ἐέρχαται, plup. 3 pl. ἔρχατο, ἐέρχατο, aor. part. acc. ἐρχθέντα: shut off by barrier or enclosure, ἐντὸς ἐέργειν, shut in, Il. 2.617, etc.; of simply ‘enclosing,’ διακεκριμέναι δὲ ἕκασται | ἔρχατο, the young animals were severally ‘penned,’ Od. 9.221, Od. 14.73; ἐρχθέντ' ἐν ποταμῷ, ‘shut up,’ Il. 21.282; also of ‘crowding,’ ‘pressing closely,’ Il. 16.395; mostly w. specifying adv. (as ἐντός above), ζυγὸν ἀμφὶς ἐέργει (βόε), ‘holds apart,’ Il. 13.706; so ἐκτός, Od. 12.219; κατά, Od. 10.238; the gen. may follow even the simple verb, ὡς ὅτε μήτηρ | παιδὸς ἐέργῃ μυῖαν, ‘keeps a fly away from her child,’ Il. 4.131; ἐεργμέναι, Il. 5.89; better reading ἐερμέναι.
Greek Monolingual
ἔργω και ἐέργω (Α)
1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῖοι... εἶργον τοῖς ὁπλίταις», Θουκ.)
2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.)
3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν δόμον ἐντὸς ἔεργον», Ομ. Οδ.)
4. παθ. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι
5. εμποδίζω, συγκρατώ («τῆλέ μ’ ἐέργουσι ψυχαί», Ομ. Ιλ.)
6. αποσοβῶ, απομακρύνω («ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργη μυῖαν», Ομ. Ιλ.)
7. μέσ. ἔργομαι
απομακρύνομαι («ἔργετο... τῆς... πόλιος», Ηρόδ.)
8. αποτρέπω, εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι («εἴργει γὰρ τοὺς μὲν χρήματα, τοὺς δὲ νόος», θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. είργω].
Greek Monotonic
ἔργω: ἐέργω, Επικ. τύπος για Αττ. εἴργω ή εἵργω· μέλ. ἔρξω, Αττ. εἴρξω ή εἵρξω· αόρ. αʹ ἔρξα, Αττ. εἷρξα· αόρ. βʹ εἴργᾰθον (βλ. ἐργαθεῖν)· πρβλ. Μέσ. και Παθ., μέλ. ἔρξομαι, Αττ. εἴρξομαι· αόρ. αʹ ἔρχθην, Αττ. εἵρχθην· παρακ. ἔργμαι, Επικ. γʹ πληθ. ἔρχαται, Αττ. εἷργμαι· Επικ. μτχ. ἐεργμένος· υπερσ., Επικ. γʹ πληθ. ἔρχατο, ἐέρχατο·
I. φράζω τον δρόμο κάποιου είτε κλείνοντάς (τον) μέσα, είτε απ' έξω, εγκλείνω, σφαλίζω μέσα, Λατ. includere, σε Όμηρ.· ἐντὸς ἐέργειν, περιορίζω, περικλείνω εντός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε, τους οδήγησε στα πλοία και τους έκλεισε εκεί, στο ίδ.· λέγεται για πράγματα, δόμον ἐέργειν, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., ἔρχατο, περιτειχίστηκαν μέσα, σε Ομήρ. Ιλ.· γέφυραι ἐεργμέναι, καλά ασφαλισμένες, καλά χτισμένες, στερεωμένες, στο ίδ.
II. 1. κλείνω έξω, αποκλείω, κωλύω, εμποδίζω, Λατ. excludere, σε Όμηρ.· ἐκτὸς ἐέργειν, σε Ομήρ. Οδ.
2. με γεν., αποκλείω ή κρατώ μακριά από, αποσοβώ, απομακρύνω, κωλύω, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· και με πρόθ., ἔργ. τι ἀπό τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ. προσ., εἴργειν μητρὶ δόρυ, να το κρατήσει μακριά της, να το αποκρούσει από, σε Αισχύλ. — Παθ., εἰργόμενον θανάτου, με τον θάνατο μακριά, εκτός θανάτου, σε Αισχίν. — Μέσ., απέχω από κάτι ή μένω αμέτοχος, σε Ηρόδ., Σοφ.
3. εμποδίζω, αποτρέπω κάποιον από το να κάνει κάτι, σε Θέογν. — Παθ., οὐδὲν εἴργεται, τίποτα δεν εμποδίζεται, δηλ. τα πάντα επιτρέπονται, σε Σοφ.· με απαρ. μόνο, οὐδὲνεἴργει τελειοῦσθαι τάδε, σε Σοφ.
• ἔργω: εργάζομαι, άχρηστος τύπος, αντί του οποίου χρησιμ. σε ενεστ., ἔρδω, ῥέζω, ἐργάζομαι· για μέλ., αόρ. αʹ και παρακ., βλ. ἔρδω.
Frisk Etymological English
See also: s. εἴργω.
Middle Liddell
to do work, obsol. Root, for which ἔρδω, ῥέζω, ἐργάζομαι are used in the pres.: for the fut., aor1 and perf., v. ἔρδω.
1 [for aor2 εἴργαθον v. sub ἐργαθεῖν [Mid. and Pass., fut. ἔρξομαι, Attic εἴρξομαι]
to bar one's way either by shutting in or shutting out:
I. to shut in, shut up, Lat. includere, Hom.; ἐντὸς ἐέργειν to enclose, bound, Il.; ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε drove them to the ships and shut them up there, Il.:—of things, δόμον ἐέργειν to shut it up, Od.: —Pass., ἔρχατο were fenced in, Il.; γέφυραι ἐεργμέναι well-secured, strong-built, Il.
II. to shut out, Lat. excludere, Hom.; ἐκτὸς ἐέργειν Od.
2. c. gen. to shut out or keep away from, Il., Hdt., Attic; and with Preps., ἔργ. τι ἀπό τινος Il.; c. dat. pers., εἴργειν μητρὶ δόρυ to keep it off from her, Aesch.:— Pass., εἰργόμενον θανάτου short of death, Aeschin.:— Mid. to keep oneself or abstain from, Hdt., Soph.
3. to hinder, prevent from doing, Theogn.:—Pass., οὐδὲν εἴργεται nothing is barred, i. e. all things are permitted, Soph.:—c. inf., mostly with μή added; εἴργει τόνδε μὴ θανεῖν νόμος Eur.; c. inf. only, οὐδὲν εἴργει τελειοῦσθαι τάδε Soph.
2
to do work, obsol. Root, for which ἔρδω, ῥέζω, ἐργάζομαι are used in the pres.: for the fut., aor1 and perf., v. ἔρδω.
Frisk Etymology German
ἔργω: {érgō}
Grammar: v.
Meaning: einschließen
See also: s. εἴργω.
Page 1,549
Lexicon Thucydideum
(Bekk. ubique aspero spiritu, cf. Popp. Prol. p. Bekker everywhere with rough breathing, compare Poppo's Prolegomena page 152).
arcere, prohibere, to restrain, prevent, 1.35.3, 1.62.4, 1.106.2, 1.111.1, 3.1.1, 3.23.1, 4.9.4. 4.33.2. 5.59.3, [seq. vulgo following commonly ἀπὸ] 6.66.1. 6.70.3. 8.105.2.
PASS. 1.67.4, 1.142.8. 4.63.1, 4.78.4. 5.49.1, 5.50.2,
usu terrae, maris, prohibere, to prevent from using land or sea, 1.141.4. 2.85.1. 3.86.3, 3.115.3. 5.82.5. 6.21.1. 8.24.6. 8.76.5, —
praesidiis obsessum tenere, to keep blockaded by garrison, 3.18.3,
PASS. 3.18.5, 8.40.1, —
carcere constringere, to confine with prison, 8.74.3, [Vat. Vatican manuscript ἕρξειν]. 8.92.4, [nonnulli codd. several manuscripts ἦρξαν].