διώνυμος

Revision as of 11:37, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα)

   A with two names, D.T.636.11 (s. v. l.); or, of two persons, named together, θεαί E.Ph.683 (lyr.).    II (διά) far-famed, εὐτυχία Plu.Tim.30; στρατηγός App.BC4.54; χῶρος J.BJ 5.1.3.

Greek (Liddell-Scott)

διώνῠμος: -ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα) ἔχων δύο ὀνόματα ἢ ἐπὶ δύο προσώπων ὁμοῦ ὀνομασθέντων, Εὐρ. Φοιν. 683. ΙΙ. (διὰ) διάσημος, περίφημος, Πλούτ. Τιμολ. 30, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 54.