διώνυμος
English (LSJ)
ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα)
A with two names, D.T.636.11 (s. v. l.); or, of two persons, named together, θεαί E.Ph.683 (lyr.). II (διά) far-famed, εὐτυχία Plu.Tim.30; στρατηγός App.BC4.54; χῶρος J.BJ 5.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
διώνῠμος: -ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα) ἔχων δύο ὀνόματα ἢ ἐπὶ δύο προσώπων ὁμοῦ ὀνομασθέντων, Εὐρ. Φοιν. 683. ΙΙ. (διὰ) διάσημος, περίφημος, Πλούτ. Τιμολ. 30, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 54.