A pass quite over, τάφρον Il.10.198.
[Seite 757] (s. βαίνω), ganz hindurch u. herausgehen, τάφρον Il. 10, 198.
ἐκδιαβαίνω: διαβαίνω, μετ’ αἰτ., τάφρον δ’ ἐκδιαβάντες, «διὰ τῶν προθέσεων δηλοῖ τὸ δύσβατον τοῦ ὀρύγματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 198.