ον,
A beaten out, embossed, A.Th.542.
[Seite 765] herausgeschlagen, von getriebener Arbeit, Aesch. Spt. 524.
ἔκκρουστος: -ον, ἀποκρουσθείς: ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 542, φαίνεται ὅτι ἔχει τὴν ἔννοιαν τοῦ ἔκτυπος.