ἔκτυπος
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
English (LSJ)
ἔκτυπον,
A worked in relief, Ion Trag.42, Aristeas 58, D.S.18.26, etc.; φιάλη.. ἐπάργυρος ἔκτυπα ζῷα ἔχουσα IG11(2).161 B76 (Delos, iii B.C.); ἔκτυπα, τά, Plin.HN35.152.
2 distinct, φαντασία Stoic.2.21: Comp., Hsch. Adv. ἐκτύπως = with a distinct impression or with a distinct character, opp. συγκεχυμένως, S.E.M.7.171.
II formed in outline: ἔκτυπον, τό, rough sketch, δι' ἐκτύπων γεγραμμένη ἱστορία Marcellin.Vit. Thuc. 44.
Spanish (DGE)
(ἔκτῠπος) -ον
I 1trabajado en relieve, prob. en medio o altorrelieve, de objeto decorado en relieve (φιάλη) ἔκτυπον ἔχουσα ἅρμα καὶ ζῴδια δύο IG 11(2).161B.76, cf. 115 (Delos III a.C.), 11(2).145.50 (IV a.C.), ἔχων τραγηλάφων προτομὰς ἐκτύπους D.S.18.26, τὴν ἀναγλυφὴν ἔχοντα σχοινίδων ἔκτυπον teniendo un cincelado en altorrelieve en forma de cordones Aristeas 58, hae sunt gemmae, quae ad ectypas scalpturas aptantur Plin.HN 37.173, cf. Seneca Ben.3.26, στέφανον χρυσοῦν ἔχοντα ἔκτυπα πρόσωπα SEG 38.1462.52 (Enoanda II d.C.), ἔκτυπος στήλη IKomm.Kult.Ar 16 (Arsameia del Ninfeo I a.C.)
•subst. τὸ ἔκτυπον = placa en altorrelieve, placa de medio bulto, ἀργύριον Ἀφροδίτης ἔκτυπον ID 104.64, cf. 96 (IV a.C.), ἔκτυπα = antefijas en altorrelieve op. πρόστυπα Plin.HN 35.152
•sent. fig. claramente impreso en el alma, definido, nítido, evidente, φαντασία Chrysipp.Stoic.2.21, cf. Origenes Io.13.3, ἵνα πᾶσιν ἡ ὕβρις αὐτοῦ ἔ. γένηται A.Thom.A 138, neutr. compar. como adv., Gr.Naz.M.36.237A, Hsch.
•subst. τὸ ἔκτυπον = impresión clara Plot.1.3.1.
2 esbozado δι' ἐκτύπων γεγραμμένη = escrito a grandes trazos, el libro VIII de la historia de la guerra del Peloponeso, Marcellin.Vit.Thuc.44.
3 estampado, acuñado, que es reproducción exacta τοῦ πρωτοτύπου ἔκτυπος χαρακτήρ Alex.Al.Ep.Alex.14.38 (p.25.26).
III adv. ἐκτύπως
1 clara, nítidamente, συγκεχυμένως καὶ οὐκ ἐκτύπως τι λαμβανόντων Carn.129, cf. Cyr.Al.M.77.865B.
2 en esbozo ταῦτ' ἐστὶν ἡμῖν ἐκτύπως ὁρίσματα Gr.Naz.M.37.928A.
German (Pape)
[Seite 784] ausgedrückt, abgedrückt, nach einer Form, bes. von erhabener Kunstarbeit in Holz oder Stein, Plin.; προτομαί D. Sic. 18, 26; – τὸ ἔκτυπον, der Umriß, Entwurf, Sp. – Adv. ἐκτύπως, deutlich, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
taillé en relief, relevé en bosse.
Étymologie: ἐκ, τύπος.
Russian (Dvoretsky)
ἔκτῠπος: изображенный в виде рельефа, выпуклый (τραγελάφων προτομαί Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτῠπος: -ον, ἐξειργασμένος οὕτως ὥστε νὰ ἐξέχῃ ὡς ἀνάγλυφον, Διόδ. 18. 26· ἔκτυπος, ὁ, εἰκὼν εἰργασμένη ὡς ἀνάγλυφον, gemma ectypa, Ἐπιγραφ. ἀρχ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 9· Λατ. ectypum, Πλίν. 35. 43· imago ectypa, Σενεκ. Benef. 3. 26· πρβλ. τύπος, πρόστυπος - Ἐπίρρ., ἐκτύπως, σαφῶς, φανερῶς, ἀντίθετον τῷ συγκεχυμένως, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 171., συγκρ. «ἐκτυπώτερον· κυριώτερον, φανερώτερον» Ἡσύχ. ΙΙ. ἐσχηματισμένος ἐν περιλήψει, ἐν εἴδει σχεδιάσματος· ἔκτυπον, τό, πρόχειρον σχεδίασμα, Μαρκελλίνου Βίος Θουκ. σ. 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκτυπος, -ον)
Ι. 1. ο τυπωμένος έτσι ώστε να παρουσιάζεται ανάγλυφος
2. το ουδ. ως ουσ. το έκτυπο(ν)
ανάγλυφο του οποίου οι μορφές προεξέχουν από την επιφάνεια
αρχ.
1. χωριστός, ευκρινής
2. ο σχηματισμένος σε γενικές γραμμές, σαν πρόχειρο σχεδίασμα
3. αντίτυπο, απομίμημα
II. επίρρ. α) εκτύπως
φανερά, με σαφήνεια, καθαρά, ανάγλυφα
β) και το συγκρ. εκτυπωτέρως κατά τρόπο σαφέστερο, φανερότερο, πιο ανάγλυφο.
Greek Monotonic
ἔκτῠπος: -ον, αυτός που έχει δουλευτεί, επεξεργαστεί ώστε να εξέχει, να είναι ανάγλυφος· ἔκτυπος, ὁ, μορφή δουλεμένη σε ανάγλυφο, ανάγλυφο κόσμημα.
Middle Liddell
ἔκ-τῠπος, ον
worked in high relief: ἔκτυπος, ὁ, a figure worked in relief, a cameo, Inscr.