ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
[Seite 730] ep. u. ion. = ἐσμέν, wir sind; εἶμεν, att. = εἴημεν.
εἰμέν: Ἐπ. καὶ Ἰων. α΄ πληθ. τοῦ εἰμί, Δωρ. εἰμές· ― ἀλλ’ εἶμεν, Δωρ. ἀπαρέμφ. τοῦ αὐτοῦ ῥήματος, Θουκ. 5. 77· Μεγαρικῶς εἴμεναι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 775.