ἐξώτατος
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Greek (Liddell-Scott)
ἐξώτατος: -η, -ον, ὑπερθ. τοῦ ἔξω, τοῦ ἐξωτάτου Ἑβδ. (Γ΄, Βασιλ. ϛʹ, 29, καὶ διάφ. γρ. ἐν Νεεμ. ΙΑ΄, 16).