οὐδαμῶς
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
Adv. of οὐδαμός, in no wise, Hdt.2.148,173; ἄλλως οὐδαμῶς Id.1.123, etc.; οὐδέποτε οὐδαμῇ οὐ. Pl.Phd.78d, cf. Phlb. 29b: freq. in answers, πότερα γὰρ… πρέπει;—οὐ. A.Pers.240, cf. 716; so οὐ. γ' Ar.Nu.688, V.79, etc.; also οὐθαμῶς, Thphr.Metaph.7, etc.—Cf. μηδαμῶς.
German (Pape)
[Seite 408] dem πῶς entsprechend, auf keine Weise, keinesweges; Her. oft, ἄλλως μὲν οὐδαμῶς εἶχε, 1, 123. 5, 35; φάτιν οὐδαμῶς ἐφίμερον, Aesch. Ch. 827 u. öfter; κοὔτοι γυναικὸς οὐδαμῶς ἡσσητέα, Soph. Ant. 674; ὁ μῦθος κοινὸς οὐδαμῶς ὅδε, Eur. Hipp. 609; u. in Prosa, οὐδαμῇ οὐδαμῶς εἰλικρινές, Plat. Phil. 29 b; Theaet. 176 c. – Vgl. οὐδαμῇ u. οὐδαμοῦ.
French (Bailly abrégé)
adv.
nullement : οὐδαμῶς γε, certes en aucune façon.
Étymologie: οὐδαμός.
Russian (Dvoretsky)
οὐδᾰμῶς:
1 никаким способом, никак: ἄλλως οὐ. Her. никак иначе; οὐδέποτε οὐδαμῆ οὐ. Plat. никогда нигде (и) никак;
2 (преимущ. в ответах) никоим образом, ни в коем случае Xen. etc.
Greek (Liddell-Scott)
οὐδαμῶς: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, κατ’ οὐδένα τρόπον, Ἡρόδ., Ἀττικ.· ἄλλως οὐδαμῶς Ἡρόδ. 1. 123, κτλ.· οὐδέποτε οὐδαμῆ οὐδαμῶς Πλάτ. Φαίδων 78D, πρβλ. Φίληβ. 29Β· συχνάκις ἐν ἀποκρίσεσι, πότερα γάρ... πρέπει; - οὐδαμῶς Αἰσχύλ. Πέρσ. 240, πρβλ. 716· οὕτως, οὐδαμῶς γ’ Ἀριστοφ. Νεφ. 688, Σφ. 79, κτλ. Πρβλ. μηδαμῶς. - Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδαμῶς· οὐδέποτε ἢ παντελῶς».
English (Strong)
adverb from (the feminine) of οὐδείς; by no means: not.
English (Thayer)
(from οὐδαμός, not even one; and this from οὐδέ and ἆμος (allied perhaps with ἅμα; cf. Vanicek, p. 972; Curtius, § 600)), adverb, from Herodotus (and Aeschylus) down, by no means, in no wise: Matthew 2:6.
Greek Monolingual
(Α οὐδαμῶς και, κατά δ. γρφ., οὐθαμῶς)
βλ. ουδαμός.
Greek Monotonic
οὐδαμῶς: επίρρ. του οὐδαμός, με κανέναν τρόπο, σε Ηρόδ., Αττ.· ἄλλως οὐδαμῶς, σε Ηρόδ.· οὐδέποτε οὐδαμῆ οὐδαμῶς, σε Πλάτ.
Middle Liddell
[adverb of οὐδαμός
in no wise, Hdt., Attic; ἄλλως οὐδαμῶς Hdt.; οὐδέποτε οὐδαμῆ οὐδαμῶς Plat.
Chinese
原文音譯:oÙdamîj 烏-得-阿摩士
詞類次數:副詞(1)
原文字根:不-尚-一
字義溯源:決不,絕不,並不,不是;源自(οὐδείς / οὐθείς)=毫無);由(οὐδέ)=也不)與(εἷς)*=一個)組成;其中 (οὐδέ)又由(οὐ)*=不)與(δέ)*=但)組成。參讀 (οὐ)同源字
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 不(1) 太2:6