ἡμίσεια
English (LSJ)
ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος,
A v. ἥμισυς.
German (Pape)
[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.
ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος,
A v. ἥμισυς.
[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.
ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.