ἡμίσεια

From LSJ

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίσεια Medium diacritics: ἡμίσεια Low diacritics: ημίσεια Capitals: ΗΜΙΣΕΙΑ
Transliteration A: hēmíseia Transliteration B: hēmiseia Transliteration C: imiseia Beta Code: h(mi/seia

English (LSJ)

ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος, v. ἥμισυς.

German (Pape)

[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.

French (Bailly abrégé)

v. ἥμισυς.

Russian (Dvoretsky)

ἡμίσεια: ἡ (sc. μοῖρα) половина (τῆς γῆς Thuc.; τοῦ τιμήματος Plat.): ἐφ᾽ ἡμισείᾳ Dem. наполовину, пополам.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.

Greek Monolingual

η
βλ. ήμισυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του επιθ. ήμισυς].

Greek Monotonic

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, βλ. ἥμισυς.

Middle Liddell

ἡμίσεια, ἡ, [v. sub ἥμισυς.]