καλλίφλοξ
From LSJ
Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
German (Pape)
[Seite 1311] ογος, schön flammend, πέλανος Eur. Ion 708.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίφλοξ: ὁ, ἡ, ἀναδίδων καλήν, εὐοίωνον φλόγα, πέλανος Εὐρ. Ἴων. 706.