καματηρός
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
English (LSJ)
ά, όν,
A toilsome, wearisome, γῆρας h.Ven.246; κόπος Ar.Lys.542; καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε A.R.2.87; καματηρὸν τὸ ἄρχειν Arist.Mu.400b9. 2 tiring, exhausting, σφοδρὰ καὶ κ. πηδήματα Luc.Salt.34. II Pass., bowed down with toil, broken down, worn out, Hdt.4.135; κ. σώματα D.H.10.53, cf. Arr.An.5.16.1, Cat.Cod.Astr.2.166. 2 hard-working, toiling, βόες Porph.Chr. 29.
German (Pape)
[Seite 1316] mühselig, beschwerlich; γῆρας H. h. Ven. 247; ἀυτμήν Ap. Rh. 2, 87; τοῖς μὲν καματηρὸν ἄρχειν Arist. mund. 6; σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Luc. salt. 34; – bei Her. 4, 135 dem ἀσθενέστατοι entsprechend, krank, erschöpft; καματηροὶ καὶ πνευστιῶντες Arr. An. 5, 16, 2; σώματα, siech, D. Hal. 10, 53. – Adv. καματηρῶς, Poll. 3, 105.
Greek (Liddell-Scott)
καματηρός: -ά, -όν, κοπιώδης, ἐπίμοχθος, γῆρας Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 247· οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος ἑλεῖ καματηρός μου Ἀριστοφ. Λυσ. 542· καματηρὸν ἀϋτμένα φυσιόωντε Ἀπολλ. Ρόδ. Β΄, 87· καματηρὸν τὸ ἄρχειν Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 34. 2) ὁ προξενῶν κάματον, σφοδρὰ καὶ καματηρὰ πηδήματα Λουκ. π. Ὀρχ. 34. ΙΙ Παθ., καταβεβλημένος ἐκ τοῦ καμάτου, καταπεπονημένος, τοὺς καματηροὺς τῶν ἀνδρῶν (οὕς μικρὸν ἀνωτέρω ὠνόμασε: τοὺς ἀσθενεστάτους εἰς τάς ταλαιπωρίας) Ἡρόδ. 4. 135, πρβλ. Διον. Ἁλ. 10. 53, Ἀρρ. Ἀν. 5. 16, 2: - Ἐπίρρ. καματηρῶς, ἐπιπόνως, Πολυδ. Γ΄, 105. - Τύπος καματερὸς ἀπαντᾷ παρὰ Κ. Πορφ. πρὸς Νικηφ. 178, 9, ἐπὶ φορτηγῶν πλοίων: καράβια καματερά.