κατανασκύλλω
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
German (Pape)
[Seite 1365] belästigen, Aesop. 293, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
κατανασκύλλω: πολὺ ἐνοχλῶ, ἐσφ. γραφ. παρ’ Αἰσώπ. ἀντὶ καταβόσκω.
[Seite 1365] belästigen, Aesop. 293, l. d.
κατανασκύλλω: πολὺ ἐνοχλῶ, ἐσφ. γραφ. παρ’ Αἰσώπ. ἀντὶ καταβόσκω.