(στόμα)
A talk boldly, rashly, A.Pr.329.
[Seite 2] keck, frech reden, μηδ' ἄγαν λαβροστόμει, Aesch. Prom. 327.
λαβροστομέω: (στόμα) ὁμιλῶ θρασέως, προπετῶς, Αἰσχύλ. Προμ. 327.