πολλαπλασιασμός
English (LSJ)
ὁ,
A multiplication, Plu.2.388c, Gal.7.509, Procl. in Euc.p.151 F.
German (Pape)
[Seite 658] ὁ, = Vorigem, Sp.; Multiplication, Plut. de εἰ ap. D. 8.
Greek (Liddell-Scott)
πολλαπλᾰσιασμός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 388C, κτλ.