πολλαπλασιασμός

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλαπλᾰσιασμός Medium diacritics: πολλαπλασιασμός Low diacritics: πολλαπλασιασμός Capitals: ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: pollaplasiasmós Transliteration B: pollaplasiasmos Transliteration C: pollaplasiasmos Beta Code: pollaplasiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, multiplication, Plu.2.388c, Gal.7.509, Procl. in Euc.p.151 F.

German (Pape)

[Seite 658] ὁ, = Vorigem, Sp.; Multiplication, Plut. de εἰ ap. D. 8.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
multiplication.
Étymologie: πολλαπλάσιος.
Ant. διαίρεσις.

Russian (Dvoretsky)

πολλαπλᾰσιασμός:умножение Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πολλαπλᾰσιασμός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Πλούτ. 2. 388C, κτλ.

Greek Monolingual

ὁ, ΝΜΑ πολλαπλασιάζω
αύξηση κατά ποσότητα ή μέγεθος
νεοελλ.
1. μαθημ. μία από τις θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής η οποία γίνεται μεταξύ δύο αριθμών, του πολλαπλασιαστέου και του πολλαπλασιαστή, και κατά την οποία σχηματίζεται τρίτος που καλείται γινόμενο και εκφράζει επί πόσες μονάδες που ορίζουν τον πολλαπλασιαστή επαναλήφθηκε ο πολλαπλασιαστέος
2. διαιώνιση του είδους, αναπαραγωγή
3. φρ. α) «πολλαπλασιασμός νετρονίων»
φυσ. διαδικασία κατά την οποία ένα νετρόνιο παράγει κατά μέσον όρο περισσότερα του ενός νετρόνια όταν απορροφάται από ένα μέσο που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια
β) «παράγοντας πολλαπλασιασμού» ή «συντελεστής πολλαπλασιασμού» — ο λόγος του συνολικού αριθμού τών παραγόμενων μέσα σε δεδομένο χρόνο νετρονίων ως αποτέλεσμα πυρηνικών σχάσεων σε ένα μέσο που περιέχει σχάσιμα νουκλίδια προς τον συνολικό αριθμό τών νετρονίων που εξαφανίζονται κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και στο ίδιο μέσο λόγω απορροφήσεων ή διαφυγών.

Translations

multiplication

Arabic: ضَرْب‎, جُدَاء‎; Armenian: բազմապատկում; Bashkir: ҡабатлау; Belarusian: множанне; Bulgarian: умножение; Catalan: multiplicació; Cebuano: pagpilo-pilo; Chinese Mandarin: 乘法; Czech: násobení; Danish: multiplikation; Dutch: vermenigvuldigen; Esperanto: multiplikado, multipliko; Estonian: korrutamine; Finnish: kertolasku; French: multiplication; Georgian: გამრავლება; German: Multiplikation; Greek: πολλαπλασιασμός; Ancient Greek: πολλαπλασιασμός; Hindi: गुणा; Hungarian: szorzás; Icelandic: margföldun; Italian: moltiplicazione; Japanese: 掛け算, 乗法; Korean: 곱셈, 승법(乘法), 곱하기; Latvian: reizināšana; Lithuanian: daugyba; Macedonian: множење; Malay: pendaraban; Manx: yl-raghey; Maori: whakareanga; Mongolian Cyrillic: үржүүлэх үйлдэл, үржих үйлдэл; Mongolian: ᠦᠷᠡᠵᠢᠭᠦᠯᠬᠦ; ᠦᠶᠢᠯᠡᠳᠦᠯ, ᠦᠷᠡᠵᠢᠬᠦ; ᠦᠶᠢᠯᠡᠳᠦᠯ; Nogai: керелев; Norwegian Bokmål: multiplikasjon; Nynorsk: multiplikasjon; Pashto: ضرب‎; Persian: ضَرْب‎, بَس‌شُماری‎; Polish: mnożenie; Portuguese: multiplicação; Romanian: multiplicare, înmulțire, multiplicație; Russian: умножение; Serbo-Croatian Cyrillic: мно̀же̄ње; Roman: mnòžēnje; Slovak: násobenie; Slovene: množenje; Spanish: multiplicación; Swedish: multiplikation; Tagalog: palaramihan, pagpaparami; Telugu: గుణకారము; Turkish: çarpma, çarpma işlemi; Ukrainian: множення; Urdu: ضَرْب‎; Uzbek: koʻpaytirish, koʻpaytirish; Vietnamese: phép nhân; West Frisian: fermannichfâldiging