προφράζω

Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_13a)

English (LSJ)

   A tell or announce beforehand, Hdt.1.120 (unless = προειπεῖν, προερεῖν, speak out boldly): pf. part. Pass., προπεφραδμένα . . ἄεθλα Hes.Op.655, cf. A.R.3.1315.    II Pass., to be explained above or previously, Nicom.Ar.1.19.

German (Pape)

[Seite 798] (s. φράζω), vorher-, voraussagen, od. ankündigen; Her. 1, 120 καὶ νῦν εἰ φοβερόν τι ἑωρῶμεν, πᾶν ἄν σοι προεφράζομεν, wo es auch »gerade heraussagen« bedeuten kann; pass., προπεφραδμένα ἆθλα, vorher verkündigte Kampfpreise, Hes. O. 657, wo Herm. προπεφασμένα ändern will; vgl. aber Ap. Rh. 3, 1315, δὴ γάρ σφι πάλαι προπεφραδμένον ἦεν.

Greek (Liddell-Scott)

προφράζω: μέλλ. -σω, προλέγω, Ἡρόδ. 1. 120 (ἔνθα ὁ Schweigh. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = προειπεῖν, προερεῖν, μετοχ. παθητ. πρκμ. προπεφραδμένα ἆθλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653, ἔνθα ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ προπεφασμένα (ἰδὲ προφαίνω Ι. 3), ἀλλὰ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1315.