ον, (ῥίς)
A snub-nosed, Luc.Bacch.2.
[Seite 844] stumpfnasig, Luc. Bacch. 2.
ῥῑνόσῑμος: -ον, (ῥὶς) ὁ σιμὸς τὴν ῥῖνα, Λουκ. Διόνυσος 2.