A cut or cleave with iron, ib.311 (Id.).
[Seite 880] mit Eisen schneiden, spalten, Philp. 34 (IX, 311).
σῐδηροτομέω: κόπτω, τέμνω, χωρίζω, σχίζω διὰ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 9. 311.