χωστός

Revision as of 10:22, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A made by earth thrown up, ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται E.Rh.414; στενὴ καὶ χωστὴ πάροδος Plb.4.61.7.    II of persons, buried, Tz.H.9.330.

German (Pape)

[Seite 1389] adj. verb. von χώννυμι, aufgeschüttet, τάφοι Eur. Rhes. 414; verschüttet, aufgeworfen, gedämmt, Pol. 4, 61, 7 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

χωστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ σχηματισθεὶς διὰ τῆς ἐπισωρεύσεως χώματος, χωστὴ καὶ στενὴ πάροδος Πολύβ. 4. 61, 7. ἐν χωστοῖς τάφοις κεῖνται = ἐν χώμασι, ἐν τύμβοις, Εὐρ. Ρῆσ. 414. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ σχηματίζων ἀνοίγματα, ὀπὰς ἢ δρόμους ἐντὸς τῆς γῆς, Τζέτζ. Ἱστ. 9. 328.