πάροδος
Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis
English (LSJ)
(A), ὁ,
A = παροδίτης, LXX Ez. 16.25, IG 14.1372 (Rome), 12(7).445 (Aegiale), BCH 46.355 (Lebedus), CIG 3273 (Smyrna).
(B), ἡ,
A way by or way past, passage, Th.3.21, Arist.Cael.294b26; πάροδοι καὶ τροπαὶ τῶν ἄστρων; τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων = but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars ib.296b4, cf. Simp. in Cael.507.24; πάροδος τοῦ χρόνου = passage of time, lapse of time, Porph.Sent.44.
b Astrol., rotation of chronocratory, Vett. Val.37.9, cf. Ptol. Tetr.109.
2 going by or going past, passing, entrance, Th.4.82; ἐν τῇ παρόδῳ = as they passed by, Id.1.126, cf. Plb.5.68.8; κατὰ τὴν πάροδο Id.21.46.12; ἐκ παρόδου, ἐν παρόδῳ = by the way, cursorily, Arist. Cael. 306b27, Phld. Rh.1.245 S., D.S.18.16; π. τινὶ ἐπὶ τὰς ὕστερον πράξεις διδόναι Plu. 2.345c; τὴν πάροδον ἵν' ἔχῃς τῶν θυρῶν εὐνουστέραν = entrance by the door, Dionys. Com.3.17.
II narrow entrance or approach, mountain-pass, as Thermopylae, etc., Lys.2.30, X.An.4.7.4, etc.; λαβεῖν τὰς παρόδους = take the pass, D.5.20, cf. 9.32, Phld. Rh.1.334 S.; opp. δίοδοι, X.Cyn.6.6.
b esp. side-entrance on the stage, Semus 20, Poll.4.126.
c gallery or passage-way surmounting fortifications, IG 22.463.49,52,1672.110.
III coming forward, appearance, esp. before the assembly, D.Ep.3.29, Jul.Or.7.205b, etc.
2 first entrance of a chorus in the orchestra, which was made from the side wings, Arist.EN1123a23, Poll.4.108; ὥσπερ δράματος Plu.2.805d.
b first song sung by the chorus after its entrance, Arist. Po. 1452b22, Plu.2.785a.
3 use of stage for an artist's performance, ἡ πάροδος εὗρεν δραχμήν Michel 908, 909 (lasos).
4 public recitation, AP11.422 (Antioch.).
IV in a ship, gangway, passage along the deck, Plu.Demetr.43: metaph., πάροδος καὶ ἐπιβάθρα τοῦ συγγράφειν Artem.3 Praef.
German (Pape)
[Seite 524] ὁ, = παροδίτης, LXX. ἡ, 1) der Weg vorbei, παρὰ πύργον, Thuc. 3, 21 u. Folgde; ἐν τῇ παρόδῳ, im Vorbeigehen, Thuc. 1, 126; ἐκ παρόδου, ἐν παρόδῳ, beiläufig, Pol. 5, 68, 8 u. Sp. – 2) der Weg zu Etwas heran, Xen. An. 4, 7, 4 Hell. 6, 4, 27 u. A. – 3) das Auftreten, z. B. eines Redners, bes. aber das erste feierliche Auftreten des Chors in der Orchestra, welches von den Seiten her geschah, und der Zugang selbst, durch welchen der Chor eintrat, und der erste Gesang, den der gesammte Chor in der Tragödie nach seinem Auftreten anstimmte, s. Herm. Arist. poet. 12; vgl. Poll. 4, 108. 126. 128; ἐκ παρόδων παρέρχεσθαι, im Gegensatz κατὰ μέσας τὰς θύρας, Ath. XIV, 622 c. – Übertr. sagt Plut. def. orac. 39 τοῖς τότε λόγοις αὐτὸς ἀρχήν τινα καὶ πάροδον ἐνδέδωκας. – 4) auf dem Schiffe ein Gang über die ganze Länge des Verdeckes neben den Rudern hin, agea der Lat., Poll. 1, 88, παρὰ τοὺς θρανίτας; vgl. Ath. V, 203 f; Plut. Demetr. 43.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
I. chemin à côté ou le long de;
1 particul. chemin ou entrée à côté ou devant;
2 défilé, passe, passage;
II. 1 action de passer le long de : ἐν τῇ παρόδῳ THC en passant;
2 action de s'avancer ; particul. la première entrée du chœur par le côté sur la scène ; le premier chant du chœur en entrant sur la scène ("parodos").
Étymologie: παρά, ὁδός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάροδος -ου, ἡ [παρά, ὁδός] doorgang:; ὥστε πάροδον μὴ εἶναι παρὰ πύργον zodat er naast een toren geen doorgang was Thuc. 3.21.3; bergpas:. τὴν πάροδον... διαφυλάξαι de bergpas behouden Lys. 2.30. doortocht:. παρόδου τὸν Βροῦτον κατελάβοντο zij belemmerden Brutus de doortocht Plut. Brut. 30.4. opkomst (van het koor), eerste optreden (van het koor), parodos.
Russian (Dvoretsky)
πάροδος: ἡ
1 проход, переход, дорога (παρὰ πύργον Thuc.);
2 прохождение, путь (πάροδοι καὶ τροπαὶ τῶν ἄστρων Arst.); ἐν τῇ παρόδῳ Thuc., ἐκ παρόδου Arst., ἐν παρόδῳ Polyb., NT и κατὰ τὴν πάροδον Polyb. мимоходом;
3 проход вдоль палубы (мимо гребцов) Plut.;
4 парод (первый выход хора в трагедии);
5 парод (первая песнь хора) Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
πάροδος: ὁ, = παροδίτης, κλητ. πάροδε Συλλ. Ἐπιγρ. 3273, πρβλ. 6512, ἴδε πάροδος V.
English (Strong)
from παρά and ὁδός; a by-road, i.e. (actively) a route: way.
English (Thayer)
παροδου, ἡ (παρά, near by; ὁδός), a passing by or passage: ἐν παρόδῳ, in passing (A. V. by the way), Thucydides 1,126; 5:4; Polybius 5,68, 8; Cicero, ad Att. 5,20, 2.; Lucian, dial. deor. 24,2.)
Greek Monolingual
(I)
η, ΝΜΑ
1. η αφηρημένη έννοια του παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος του κινδύνου» β. «πάροδος του χρόνου», Πορφ.)
2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά τὴν στενότητα τῶν χωρίων τὴν πάροδον διαφυλάξαι», Λυσ.)
νεοελλ.
1. στενότερος δρόμος που οδηγεί σε άλλον μεγαλύτερο
2. ναυτ. ελεύθερο τμήμα του καταστρώματος στις δύο πλευρές του πλοίου, διά μέσου του οποίου γίνεται η επικοινωνία πλώρης και πρύμνης
αρχ.
1. είσοδος («τήν πάροδον ἵν' ἔχης τῶν θυρῶν εὐνουστέραν», Δίων Κάσσ.)
2. στοά, διάβαση πάνω από οχυρώσεις
3. καθεμιά από τις δύο πλάγιες εισόδους στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου, ανάμεσα στο προσκήνιο και στις κερκίδες («καταβάς, ὥσπερ οἱ τραγῳδοὶ διὰ τῶν ἄνω παρόδων», Πλούτ.)
4. συνεκδ. η πρώτη είσοδος του χορού του αρχαίου δράματος στην ορχήστρα του θεάτρου («καὶ ἡ μὲν εἴσοδος τοῦ χοροῦ πάροδος καλεῖται», Πολυδ.)
5. συνεκδ. το πρώτο χορικό άσμα που έψαλλε ο χορός καθώς εισερχόταν από την πάροδο στην ορχήστρα («χορικοῦ πάροδος μὲν ἡ πρώτη λέξις ὅλου τοῦ χοροῦ», Αριστοτ.)
6. η χρησιμοποίηση της σκηνής για την παράσταση ενός θεατρικού έργου («ἡ πάροδος εὗρε δραχμήν», επιγρ.)
7. η ανάγνωση, η δημόσια απαγγελία μπροστά στο κοινό
8. αστρον. πορεία, τροχιά των ουράνιων σωμάτων («πάροδοι καὶ τροπαὶ τῶν ἄστρων», Αριστοτ.)
9. αστρολ. η περιστροφή της χρονοκρατορίας
10. η προσέλευση, η εμφάνιση, ιδίως μπροστά σε δημόσια συνέλευση
11. η άφιξη, η παρουσία («πάροδος εἰς τὸν ἀνθρώπινον βίον», Ευστ.)
12. φρ. α) «ἐκ παρόδου» — παρέργως, σχεδόν, περίπου, καθώς συνέπεσε ο λόγος, τροχάδην
β) «ἐν παρόδῳ» — κατά τη διέλευση, περνώντας
13. (για πολεμικά πλοία) εξωτερικός διάδρομος κατά μήκος τών πλευρών του πλοίου όπου παρατάσσονταν οπλίτες για τη ναυμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὁδός].
(II)
ὁ, Α
παροδίτης, οδοιπόρος, διαβάτης, περαστικός.
Greek Monotonic
πάροδος: ἡ,
I. 1. πάροδος, πέρασμα, διάβαση, πλαϊνός δρόμος, σε Θουκ.
2. διέλευση, είσοδος, στον ίδ.· ἐν τῇ παρόδῳ, καθώς περνούσαν, διέβαιναν, στον ίδ.
II. πλάγια διέλευση, στενή είσοδος ή πρόσβαση, σε Ξεν.· λαβεῖν τὰς παρόδους (των Θερμοπυλών), σε Δημ.
III. 1. ανέβασμα ρήτορα στο βήμα, ιδίως για αγόρευση σε συνέλευση, στον ίδ.
2. πρώτη είσοδος χορού σε τραγωδία, πρώτο χορικό άσμα σε τραγωδία, σε Αριστ.
Middle Liddell
πάρ-οδος, ἡ,
I. a by-way, passage, Thuc.
2. a going by, passing, Thuc.; ἐν τῇ παρόδῳ as they passed by, Thuc.
II. a side-entrance, a narrow entrance or approach, Xen.; λαβεῖν τὰς παρόδους (of Thermopylae), Dem.
III. a coming forward, esp. before the assembly to speak, Dem.
2. the first entrance of the chorus, their first song, Arist.
Chinese
原文音譯:p£rodoj 爬而-哦多士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-道路
字義溯源:通道,路,道路,路過;由(παρά)*=旁,出於)與(ὁδός / ὁδοποιέω)*=道路)組成
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 路過(1) 林前16:7
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό παρά + ὁδός τοῦ ἔρχομαι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
transitus, passage, 3.21.3, 3.92.4. 4.82.1. 4.108.1,
obiter, in passing, incidentally, 1.126.11. 5.4.6. 7.2.3.