μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone
Αἰτωλία, ἡ, V. γῆ Αἰτωλίς (-ίδος), ἡ.
An Aetolian: Αἰτωλός, ὁ. Fem., Αἰτωλίς, -ίδος, ἡ.
Aetolian, adj.: Αἰτωλικός. Fem. adj.: Αἰτωλίς, -ίδος.