Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
Κάνωβος, ὁ.
Man of Canopus: Κανωβίτης, -ου, ὁ.
Of Canopus, adj.: Κανωβικός.