ον,
A unmilked, Od.9.439.
[Seite 229] (ἀμέλγω), ungemelkt, Od. 9, 439.
ἀνήμελκτος: -ον, (ἀμέλγω) ὁ μὴ ἠμελγμένος, «ἀνάρμεχτος», Ὀδ. 9. 439.
ος, ον :non trait.Étymologie: ἀ, ἀμέλγω.