ἀφρέω

Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

English (LSJ)

(ἀφρός)

   A foam, Hp.Morb.Sacr.7, etc.    II c. acc., befoam, cover with foam, ἵπποι ἄφρεον στήθεα (disyll.) Il.11.282.

German (Pape)

[Seite 414] schäumen, ἵπποι ἄφρεον στήθεα, schäumten an der Brust, Il. 11, 282.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρέω: (ἀφρὸς) ἀφρίζω, ἀφροὺς ἐκβάλλω, Ἱππ. 305. 47, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., καλύπτω μὲ ἀφροὺς, ἢ κατὰ τὸν Σχολ. «πληροῦμαι ἀφροῦ», ἵπποι ἄφρεον στήθεα (ἔνθα εἶναι δισύλλαβ.) Ἰλ. Λ. 282.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
être couvert d’écume.
Étymologie: ἀφρός.