ή, όν,
A well-ordered, trim, πρασιαί Od.7.127.
κοσμητός: -ή, -όν, καλῶς τεταγμένος, ἐπιμεμελημένος, πρασιαὶ Ὀδ. Η. 127.
ή, όν :mis en ordre, bien rangé.Étymologie: κοσμέω.