κοσμητός
From LSJ
οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)
English (LSJ)
κοσμητή, κοσμητόν, well-ordered, trim, πρασιαί Od.7.127.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
mis en ordre, bien rangé.
Étymologie: κοσμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοσμητός -ή -όν [κοσμέω] fraai aangelegd:. κοσμηταὶ πρασιαί fraai aangelegde moestuin Od. 7.127.
German (Pape)
geordnet, in Ordnung gebracht; πρασιαί Od. 7.27.
Russian (Dvoretsky)
κοσμητός: приведенный в порядок, красиво устроенный (πρασιαί Hom.).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
κοσμητός, -ή, -όν (Α) κοσμώ
καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», Ομ. Οδ.).
Greek Monotonic
κοσμητός: -ή, -όν (κοσμέω), επιμελημένος, καλά τακτοποιημένος, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
κοσμητός: -ή, -όν, καλῶς τεταγμένος, ἐπιμεμελημένος, πρασιαὶ Ὀδ. Η. 127.