κοσμητός

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητός Medium diacritics: κοσμητός Low diacritics: κοσμητός Capitals: ΚΟΣΜΗΤΟΣ
Transliteration A: kosmētós Transliteration B: kosmētos Transliteration C: kosmitos Beta Code: kosmhto/s

English (LSJ)

κοσμητή, κοσμητόν, well-ordered, trim, πρασιαί Od.7.127.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mis en ordre, bien rangé.
Étymologie: κοσμέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμητός -ή -όν [κοσμέω] fraai aangelegd:. κοσμηταὶ πρασιαί fraai aangelegde moestuin Od. 7.127.

German (Pape)

geordnet, in Ordnung gebracht; πρασιαί Od. 7.27.

Russian (Dvoretsky)

κοσμητός: приведенный в порядок, красиво устроенный (πρασιαί Hom.).

English (Autenrieth)

well laid out, Od. 7.127†.

Greek Monolingual

κοσμητός, -ή, -όν (Α) κοσμώ
καλά διατεταγμένος, επιμελημένος («κοσμηταὶ πρασιαὶ παρὰ νείατον ὄρχον... πεφύασιν», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

κοσμητός: -ή, -όν (κοσμέω), επιμελημένος, καλά τακτοποιημένος, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητός: -ή, -όν, καλῶς τεταγμένος, ἐπιμεμελημένος, πρασιαὶ Ὀδ. Η. 127.

Middle Liddell

κοσμητός, ή, όν κοσμέω
well-ordered, trim, Od.