μεγαλανορία

Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

English (LSJ)

μεγᾰλ-άνωρ, Dor. for μεγαλην-.

German (Pape)

[Seite 105] ἡ, u. μεγαλάνωρ, dor. = μεγαληνορία u. μεγαλήνωρ.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλᾱνορία: μεγᾰλάνωρ, Δωρ. ἀντὶ μεγαλην-.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μεγαληνορία.