πλανάομαι
From LSJ
English (Autenrieth)
πλανόωνται: rove, Il. 23.321†.
English (Slater)
πλᾰνάομαι
1 stray from c. gen., met. ἀγαπατὰ δὲ (sc. ἐστὶ) καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.4)
English (Slater)
πλᾰνάομαι
1 stray from c. gen., met. ἀγαπατὰ δὲ (sc. ἐστὶ) καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.4)