ἁγιωσύνη
English (LSJ)
ἡ,
A holiness, sanctity, LXX 2 Ma.3.12, Ep.Rom.1.4, etc. II as title, PMeyer24.2 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 14] ἡ, Heiligkeit, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιωσύνη: ἡ, ἁγιότης, καθαρότης, Ἑβδ. (Μακκ. Β΄ γ΄, 12), Ῥωμ. α΄ 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
sainteté ; SEPT consécration.
Étymologie: ἅγιος.