[Seite 24] ἡ, (Nichtmucksen,) Verstummen, νικώμενοι ἀγρυξίᾳ δέδενται Pind. frg. 253 bei Plut. de cap. ex host. util. p. 274.
ἀγρυξία 1 silence νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.