γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
ἀδελφιδεύς: ὁ, = ἀδελφιδοῦς, Καλλικλεῖ τῷ ἀδελφιδεῖ, Ἐπιγρ. Κιβυρατῶν. Bul. de cor. hel. II, σ. 604.