αἰγόκερως
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Greek (Liddell-Scott)
αἰγόκερως: γεν. -κερω, δοτ. -κερῳ, Μανέθ. 1. 106· αἰτ. -κερων, Πλούτ., Λουκ. Μεταγεν. γεν. -κέρωτος, Ἰουλιαν. πρβλ. Θωμ. Μ. 193· (κέρας) = ὁ ἔχων τράγου κέρατα, Ἀνθ. Πλαν. 4. 234. II. ὡς οὐσ. ἀρσ. ὁ Αἰγόκερως ἐν τῷ Ζῳδιακῷ κύκλῳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 6179, Ἀρατ. 286, Πλουτ. 2. 908C. Λουκ. Ἀστρ. 7.
French (Bailly abrégé)
ως, ων;
gén. ω, dat. ῳ, acc. ων;
aux cornes de chèvre ; ὁ αἰγόκερως le Capricorne, signe du Zodiaque.
Étymologie: αἴξ, κέρας.