τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal
ἄλινσις: -εως, ἡ, τριβὴ (λέανσις, στίλβωμα), Σαμίων ἕλετο ἄλινσιν τοῦ ἐργαστηρίου καὶ κονίασιν, [IV] Ἐπιγρ. Ἐπιδ. 3325Α39 = Κ. 241, οὐσ. ῥηματ. ἐκ τοῦ ἀλίνω. Πρβλ. Ἡσύχ. καὶ Α. Β. 383.