ἀναχάλκευσις
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχάλκευσις: ἡ, τὸ ἀναχαλκεύειν, Φωτ. Βιβλ. 514.
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ἀναχάλκευσις: ἡ, τὸ ἀναχαλκεύειν, Φωτ. Βιβλ. 514.