ἀποκυριεύω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκῡριεύω: κατακυριεύω, μ. γεν., τὰ δαιμόνια ἀπεκυρίευσαν αὐτῶν Ἰουστῖν. Μ. 181Α.
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀποκῡριεύω: κατακυριεύω, μ. γεν., τὰ δαιμόνια ἀπεκυρίευσαν αὐτῶν Ἰουστῖν. Μ. 181Α.