κατακυριεύω
English (LSJ)
A gain or exercise complete dominion, LXX Ps.71(72).8.
2 κ. τινός gain dominion over, gain possession of, ib.Ps.9.26 (10.5), 1 Ep.Pet.5.3; (πλοίου) D.S.14.64.
German (Pape)
[Seite 1357] = κυριεύω; D. Sic. 14, 64; LXX.
French (Bailly abrégé)
commander à, dominer sur, gén.;
NT: exercer un pouvoir arbitraire sur.
Étymologie: κατά, κυριεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κυριεύω in zijn macht krijgen, met gen.
Russian (Dvoretsky)
κατακῡριεύω: овладевать, приобретать господство или господствовать (τινός Arst., Diod., NT).
Greek (Liddell-Scott)
κατακῡριεύω: ἀποκτῶ ἢ ἐξασκῶ ἐντελῆ κυριαρχίαν, Ἀριστ. π. Φτ. 2. 2, 3, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΑ΄, 8)· οὐκ εἶπε, κυρίευε, ἀλλά κατακυρίευε, τὴν ἐπιτεταμένην δεσποτείαν δηλῶν Χρυσ. τ. Ι. σ. 726, 19. 2) κ. τινός, λαμβάνω ἐξουσίαν ἐπί τινος, ἐξουσιάζω τι, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6, 3· τῶν ἐχθρῶν, τῆς γῆς Ἑβδ. (Ψαλμ. Θ΄, 25)· τῶν ἐθνῶν Καιν. Διαθ.· κ. πλοίου Διόδ. 14. 6.
English (Strong)
from κατά and κυριεύω; to lord against, i.e. control, subjugate: exercise dominion over (lordship), be lord over, overcome.
English (Thayer)
1st aorist participle κατακυριεύσας; (κατά (which see III:3) under);
a. to bring under one's power, to subject to oneself, to subdue, master: τίνος, Diodorus 14,64; for כָּבַשׁ to hold in subjection, to be master of, exercise lordship over: τίνος, Jeremiah 3:14).
Greek Monolingual
(AM κατακυριεύω)
είμαι ή γίνομαι κυρίαρχος κάποιου, καθυποτάσσω («αὐξάνεσθαι καὶ πληθύνεσθε, καὶ πληρώσατε τὴν γῆν, καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς», ΠΔ)
μσν.
βλάπτω.
Greek Monotonic
κατακῡριεύω: αποκτώ πλήρη κυριαρχία, με γεν., σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:katakurieÚw 卡他-去里由哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:向下-認可 相當於: (רָדָה)
字義溯源:統治,轄制,轄管,壓服,治理,制伏;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κυριεύω)=治理)組成;其中 (κυριεύω)出自(κύριος)=主,主宰),而 (κύριος)出自(κυριότης)X*=至高)。外邦人的原則是治理,管束;神兒女的原則是服事人,因為主耶穌在地上給我們留下了服事人的榜樣( 太20:25,26)
出現次數:總共(4);太(1);可(1);徒(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 轄管(1) 彼前5:3;
2) 制伏了(1) 徒19:16;
3) 來治理(1) 可10:42;
4) 為主治理(1) 太20:25