Pass., (αἰόλος)
A to be restless, Hp.Mul.2.174b (with vv.ll.).
αἰολάομαι: παθ. (αἰόλος) = κινοῦμαι τῇδε κἀκεῖσε, εἶμαι ἀνήσυχος, Ἱππ. 664. 8.
-ῶμαι;errer, flotter au hasard.Étymologie: αἰόλος.