τῇδε
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
dat. fem. of ὅδε.
German (Pape)
[Seite 1105] adv. zu ὅδε.
French (Bailly abrégé)
adv;
v. ὅδε.
Russian (Dvoretsky)
τῇδε:
I dat. f к ὅδε.
Greek (Liddell-Scott)
τῇδε: δοτ. θηλ. τοῦ ὅδε· - τῃδί, δοτ. θηλ. τοῦ ὁδί.
English (Autenrieth)
see ὅδε.
Greek Monolingual
(I)
Α
επίρρ. (δωρ. και ιων. τ.) εδώ, ενταύθα.
(II)
και δωρ. τ. τεῖδε και τεῖνδε και ροδ. τ. τειδεί και αρκαδ. τ. τειδένυ ΝΑ
νεοελλ.
(ως επίρρ.) φρ. «τῇδε κακεῖσε» — εδώ κι εκεί, άτακτα, σκόρπια
αρχ.
δοτ. εν. θηλ. της δεικτ. αντων. ὅδε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ὅδε].
Greek Monotonic
τῇδε: δοτ. θηλ. του ὅδε, ως επίρρ., εδώ, συνεπώς, έτσι, σε Όμηρ.
Middle Liddell
[dat. fem. of ὅδε, as adv.]
here, thus, Hom.
English (Woodhouse)
thus, in this place, in this way, on this side