όν, = foreg., Corn.ND20, Ael.NA17.23, Eust.86.46:—also γλαυκ-ώπης, ὁ, Eust.1389.2.
γλαυκωπός: -όν, = τῷ προηγ., Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 17. 23, Εὐστ. 86. 46·‒ ὡσαύτως -ώπης, ὁ, Εὐστ. 1389. 2.
ός, όν :c. γλαυκῶπις.