εἰσδυτικός
From LSJ
τεκμαίρομαι δὲ ἐκ τῶν ἐμαυτοῦ → I conjecture on the basis of my experience
Greek (Liddell-Scott)
εἰσδυτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς εἴσδυσιν, Στέφ. π. Χρυσοπ. ἐν Idel. phys. etc. ΙΙ, σ. 244· - συγκρ. εἰσδυτικώτερος.
τεκμαίρομαι δὲ ἐκ τῶν ἐμαυτοῦ → I conjecture on the basis of my experience
εἰσδυτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς εἴσδυσιν, Στέφ. π. Χρυσοπ. ἐν Idel. phys. etc. ΙΙ, σ. 244· - συγκρ. εἰσδυτικώτερος.