ἀντιδιασταλτικός

Revision as of 11:14, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

English (LSJ)

ή, όν,

   A distinctive, A.D. Pron.24.12, Synt.97.17. Adv. -κῶς Id.Pron.40.4.

German (Pape)

[Seite 251] trennend, Ap. Dysc. de pron. 289 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδιασταλτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀντιδιαστολήν, «ὁμοίως καὶ αἱ σύνθετοι [προσωπ. ἀντωνυμ.]· καὶ γὰρ αὗται ἀντιδιασταλτικαί, τὸ γὰρ παρὰ τῇ οἰκίᾳ μου ἕστηκα ἐγκλινόμενον διαφέρει τοῦ παρὰ τῇ ἐμαυτοῦ οἰκίᾳ» κτλ. Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 48Β. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 50Α.