ἀντιδιασταλτικός
English (LSJ)
ἀντιδιασταλτική, ἀντιδιασταλτικόν, distinctive, A.D. Pron.24.12, Synt.97.17. Adv. ἀντιδιασταλτικῶς Id.Pron.40.4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 distintivo en relación con la persona ἐκφορπά A.D.Pron.24.13, δεῖξις A.D.Synt.97.17.
2 adv. -ῶς de manera distintiva καὶ γενικὸν μὲν τὸ πρός τι λαμβάνεσθαι, ἰδικὸν δὲ <τὸ> ἀ. A.D.Pron.40.4.
German (Pape)
[Seite 251] trennend, Ap. Dysc. de pron. 289 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδιασταλτικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς ἀντιδιαστολήν, «ὁμοίως καὶ αἱ σύνθετοι [προσωπ. ἀντωνυμ.]· καὶ γὰρ αὗται ἀντιδιασταλτικαί, τὸ γὰρ παρὰ τῇ οἰκίᾳ μου ἕστηκα ἐγκλινόμενον διαφέρει τοῦ παρὰ τῇ ἐμαυτοῦ οἰκίᾳ» κτλ. Ἀπολλ. περὶ Ἀντων. 48Β. - Ἐπίρρ. -κῶς, αὐτόθι 50Α.