βοτανηφάγος
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A herbivorous, ib.3.424.
German (Pape)
[Seite 454] Gras fressend, Opp. H. 3, 424.
Greek (Liddell-Scott)
βοτᾰνηφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων βοτάνην, χορτοφάγος Ὀππ. Ἁλ. 3. 424
[φᾰ], ον,
A herbivorous, ib.3.424.
[Seite 454] Gras fressend, Opp. H. 3, 424.
βοτᾰνηφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων βοτάνην, χορτοφάγος Ὀππ. Ἁλ. 3. 424